Η μέρα μεγαλώνει κι εμείς μικραίνουμε

Ίσως δεν υπάρχει τίποτα πιο ελπιδοφόρο από το απογευματινό φως της καλοκαιρινής ώρας, τότε που συναντιούνται σε μια ένδοξη, μαγική ευθυγράμμιση το γλυκό μούχρωμα, το μπλε του κοβαλτίου και η άνοιξη.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Η αλήθεια είναι ότι όσες φορές και να διαβάσω για τις νέες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάργηση της αλλαγής της ώρας, από θερινή και καλοκαιρινή και τούμπαλιν, άλλες τόσες θα μπερδευτώ στις επιμέρους λεπτομέρειες.

Δεν καταλαβαίνω γιατί, ας πούμε, η Ισλανδία δεν υιοθέτησε ποτέ το μέτρο της αλλαγής της ώρας, οι ασιατικές και αφρικανικές δε συμμετέχουν καν σε αυτό το ανοιγοκλείσιμο του επουράνιου διακόπτη ή γιατί η Λευκορωσία αποτραβήχτηκε από την εναλλαγή αυτή, το 2011, και υιοθέτησε μόνιμα τη θερινή ώρα.

Έτσι για την ιστορία, να πούμε ότι το μέτρο της αλλαγής της ώρας, ξεκίνησε καθώς θεωρείτο ότι οι άνθρωποι αξιοποιούν καλύτερα το φως της ημέρας κατά τους μήνες του καλοκαιριού εξοικονομώντας ενέργεια. Στη δεκαετία του ’70, μόλις δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Σίγουρα θα υπάρχει ένας καλός λόγος πίσω από όλα αυτά -ή μήπως όχι; Μήπως, τελικά, όλα αυτά είναι ένα ψυχολογικό τρικ, μια πειραματική παραλλαγή του μύθου με τον εργατικό μέρμηγκα και του τεμπέλη τζίτζικα; Μήπως το μόνο που χρειαζόμαστε πραγματικά είναι φως, περισσότερο φως -με την υπερβατική, την ποιητική έννοια της λέξης αλλά και με την πιο πεζή, αυτή που ορίζει η ίδια η λυρικότητα της φύσης;

Μήπως, τελικά, όλα αυτά είναι ένα ψυχολογικό τρικ, μια πειραματική παραλλαγή του μύθου με τον εργατικό μέρμηγκα και του τεμπέλη τζίτζικα;

Να φωτοσυνθέσουμε, να τιγκάρουμε στη σεροτονίνη και να κατακλυστούμε από βιταμίνη D; Να βρούμε την ουτοπική Αρκαδία των αρχαίων και του Δάντη στη Θεία Κωμωδία, να ανακαλύψουμε τον επίγειο παράδεισο της αθανασίας, να αφεθούμε σε μια χαμένη, Εδεμική μορφή ζωής, παρέα με τον Πάνα και τις νύμφες, την Κούδρα και τον Αλαμπάρ του Τομ Ρόμπινς και να διατυμπανίσουμε, σαν κι αυτόν, «η ύπαρξη μπορεί να επαναπροσδιοριστεί».

«Ήθελα να δώσω φως και συγκίνηση σε όσους είναι σαν κι εμένα καμωμένοι» θα γράψει ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνδέοντας την αίσθηση του ανήκειν με το φέγγος. «Γρηγορότερα από μια ακτίνα φωτός / Πετάει / Γρηγορότερα από μια ακτίνα φωτός / Πετάω» τραγουδάει η Μαντόνα στο Ray of Light το 1998, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος σχολιάζει έμμετρα «εδώ το φως / εδώ ο γιαλός / χρυσές γαλάζιες γλώσσες / στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε» στα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας.

Να φωτοσυνθέσουμε, να τιγκάρουμε στη σεροτονίνη και να κατακλυστούμε από βιταμίνη D; Να βρούμε την ουτοπική Αρκαδία των αρχαίων και του Δάντη στη Θεία Κωμωδία, να ανακαλύψουμε τον επίγειο παράδεισο της αθανασίας, να αφεθούμε σε μια χαμένη, Εδεμική μορφή ζωής, παρέα με τον Πάνα και τις νύμφες, την Κούδρα και τον Αλαμπάρ του Τομ Ρόμπινς και να διατυμπανίσουμε, σαν κι αυτόν, «η ύπαρξη μπορεί να επαναπροσδιοριστεί».

Το φως διαμορφώνει ένα σκηνικό ανώτερο από συναισθήματα, πέρα από περιγραφές. Σύμβολο ανάτασης, καθαρότητας, παρηγοριάς και δύναμης. Στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να εκφράσει περισσότερα από όσα μπορούμε να δούμε -το φως έχει χρησιμοποιηθεί από τους συγγραφείς από τότε που υπάρχουν συγγραφείς.

Ακριβώς όπως τα τριαντάφυλλα δεν είναι απλά τριαντάφυλλα, είναι ρομαντικά ανθοβολήματα, οι σκύλοι συνώνυμο της τυφλής πίστης, τα αρνιά η προσωποποίηση της αθωότητας, τα κρίνα η ανάσα του θανάτου, έτσι και η αυστηρή δυαδικότητα του φωτός και του σκότους στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό είναι κάτι στο οποίο όλοι είμαστε διαισθητικά συντονισμένοι.

Πάρτε, για παράδειγμα, το περιβόητο πράσινο φως της αποβάθρας στον Μεγάλο Γκάτσμπι του Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο Γκάτσμπι έλκεται ακαταμάχητα από το πράσινο φως που πάλλεται στην άλλη άκρη του Λονγκ Άιλαντ, όπου ζει πλέον η άλλοτε αγαπημένη του, η Ντέιζι. Η εμμονή του Γκάτσμπι με την Ντέιζι και ο αποκλεισμός άλλων αξιών, συνακολουθεί το ευρύτερο σκηνικό της απληστίας και της υπερβολικής επιθυμίας στην Αμερική της δεκαετίας του 1920.

Η Βιρτζίνια Γουλφ, από την άλλη, χειρίζεται το φως εξίσου αριστοτεχνικά και όχι μόνο στο μυθιστόρημά της Στον Φάρο, όπου ο «ειρωνικός» φάρος αντιπροσωπεύει την αδυναμία ομαλής πλεύσης. Σε ένα δοκίμιο με τίτλο The Crowded Dance of Modern Life, η Γουλφ χρησιμοποιεί το φως για να περιγράψει την υφή της καθημερινής ύπαρξης με εξαιρετική διορατικότητα. «Η ζωή δεν είναι μια σειρά από λάμπες συναυλιών συμμετρικά τοποθετημένες- η ζωή είναι ένα φωτεινό φωτοστέφανο, ένα ημιδιαφανές περίβλημα που μας περιβάλλει από την αρχή της συνείδησης μέχρι το τέλος».

Το φως διαμορφώνει ένα σκηνικό ανώτερο από συναισθήματα, πέρα από περιγραφές. Σύμβολο ανάτασης, καθαρότητας, παρηγοριάς και δύναμης.

Αυτή η άυλη αλλά αναμφισβήτητη, η αύξηση και η εξασθένιση του φωτός δεν περιλαμβάνει τίποτα λιγότερο για την Γουλφ από την ίδια τη ζωή, από τη γέννηση και την πρώτη ακτίδα φωτός μέχρι το αναπόφευκτο ηλιοβασίλεμα στο τέλος της.

Φως χωρίς σκοτάδι δεν υπάρχει και η Αγκάθα Κρίστι στο βιβλίο της Και δεν Έμεινε Κανένας, εστιάζει σε αυτή ακριβώς την εναλλαγή των συναισθημάτων αποχρώσεων: «Ένιωθαν τώρα σαν άνθρωποι που μόλις ξύπνησαν από έναν εφιάλτη. Υπήρχε κίνδυνος, ναι, αλλά ήταν κίνδυνος στο φως της ημέρας. Αυτή η παραλυτική ατμόσφαιρα φόβου που τους είχε τυλίξει σαν κουβέρτα χθες, ενώ ο άνεμος ούρλιαζε έξω, είχε φύγει».

Μέσα στον γενικότερο τεμαχισμό των εννοιών και στην ανάγκη μια συμβατικούς συσχετισμούς χωρίσαμε τους ανθρώπους σε αυτούς της ημέρας και της νύχτας. «Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί / με τους κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους / Εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί με κείνους π’ αγαπώ/ με τους παράνομους και τους αδικημένους» όπως χαρακτηριστικά επεξηγεί και το θρυλικό άσμα του Στέλιου Καζαντζίδη και του Χρήστου Νικολόπουλου.

Όμως, ο Φρίντριχ Νίτσε, στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα, είναι αυτός που, τελικά, θα χαρίσει την πολυπόθητη και λυτρωτική ισορροπία σε αυτό το διαρκές κυνηγητό μεταξύ μέρας και νύχτας: «Αλλά είναι το ίδιο με τον άνθρωπο όπως και με το δέντρο. Όσο περισσότερο προσπαθεί να ανέλθει στο ύψος και στο φως, τόσο πιο έντονα παλεύουν οι ρίζες του γαιολεκτικά, κατωλεκτικά, στο σκοτάδι, στο βάθος – στο κακό».

SHARE THE STORY