Να πιστεύει κανείς ή να μην πιστεύει;

Σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, θα της κρατούσα το χέρι στη Μονή Πετράκη. Η μάνα μου πέθανε πριν από λίγους μήνες και επειδή πηγαίναμε μαζί στη Σταύρωση και επειδή εκείνη πίστευε, σκέφτηκα να γράψω προς τιμήν ένα κείμενο για τη θρησκεία. Χωρίς να είμαι καν σίγουρη αν εγώ πιστεύω.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Ο κάθε άνθρωπος διαμορφώνεται από το σπίτι του. Οι αρχές, οι αξίες που θα πάρει, οι τάσεις του, οι πεποιθήσεις του. Οι περισσότερες έρχονται από τους γονείς. Από το περιβάλλον του, με δυο λόγια. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, θα έρθει και η ώρα της θρησκείας. Μάλλον γρήγορα θα πρέπει να πούμε εδώ γιατί από πολύ μωρό θα βρεθεί μέσα σε μία εκκλησία. Θέλει δεν θέλει. Ακόμα και γνωστοί μου που δεν πιστεύουν, βαφτίζουν τα παιδιά τους. Πηγαίνουν το Πάσχα στην εκκλησία. Ανάβουν μία λαμπάδα στην Ανάσταση. Αυτό να σας πω την αλήθεια δεν το καταλαβαίνω. Αν δεν πιστεύεις καθόλου, γιατί συμμετέχεις στα μυστήρια της εκκλησίας; Πολύ θα ήθελα να μου το πει ένας άθεος αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, και δεν έχει καμία σημασία με το να το καταλαβαίνω εγώ ή όχι, ένα μωρό, ένα παιδί μικρό θα ζήσει τη ζωή του στα πρώτα της χρόνια κάνοντας το σταυρό του. Θα ακούσει δίπλα του επίκληση στην Παναγία και στον Θεό: σε δύσκολες στιγμές, στιγμές απορίας, στιγμές που υπερβάλλουμε -εδώ να πω μάλλον με ειλικρίνεια και λίγη ντροπή πως άκουσα προχθές τον γιο μου να λέει «πω πω Παναγία μου, τι είναι αυτό;» για κάτι που βλέπαμε μπροστά μας κι είναι σίγουρο ότι το είπε επειδή είναι κάτι που με έχει ακούσει να λέω εγώ, γιατί πράγματι το λέω όταν κάτι μου προκαλεί έκπληξη.

Έτσι λοιπόν μεγαλώνουμε σιγά-σιγά, με τη θρησκεία δίπλα μας. Γύρω μας. Κοντύτερα ή πιο μακριά μας. Όπως και να έχει, αυτή είναι παρούσα. Στις ακραίες περιπτώσεις σπιτιών πολύ θρησκευόμενων ή το αντίθετο, τα παιδιά ή θα την ακολουθήσουν πιστά – είδατε; έρχεται κι αυτή η λέξη συνεχώς μπροστά μας-, την πίστη ή θα εναντιωθούν και θα περάσουν στο άλλο άκρο.

Εδώ θα παρεμβάλλω μία αστεία ιστορία. Όταν ήμουν πολύ μικρή, η μαμά μου μου έλεγε πως αν λέω ψέματα, θα βγάλω τρίχες από τη μύτη. Άκου τι σκέφτηκε! Την πρώτη φορά, λοιπόν, που αντιλαμβανόμουν καλά τα πράγματα και μαζί της μπήκα σε μία εκκλησία, άρχισα να ουρλιάζω να φύγουμε γρήγορα γιατί μπροστά μας ήταν πάρα πολλοί άνθρωποι που έλεγαν πάρα πολλά ψέματα! Οι παπάδες για μένα ήταν η πρώτη εικόνα που αντιπροσώπευε το ψέμα. Ποιος ξέρει, μπορεί κατά βάθος η μαμά μου κάτι να ήξερε… καλύτερα για κάποιους, παρότι ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε. Έτσι, λοιπόν πέρασαν χρόνια μέχρι να εμπιστευτώ έναν παπά, όχι κάποιον συγκεκριμένο, εννοώ κάποιον οποιονδήποτε παπά για να μου δώσει ας πούμε μία κοινωνία.

Tο σύνθημα «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» θα με ακολουθούσε κάθε φορά που θα ήθελα να πιστέψω λίγο παραπάνω. Βρήκε μια καλή θέση στην καρδιά μου δημιουργώντας μου απίστευτη ενοχή και έτσι δεν με άφηνε να δω τι θρησκεία με καλό μάτι.

Δεύτερη ιστορία εδώ.

Η γιαγιά μου ήταν αριστερή. Ο παππούς μου, όχι. Ο άντρας της, δηλαδή, ο οποίος ήταν μάλιστα και νομάρχης δεξιών κυβερνήσεων. Στο σπίτι, λοιπόν, οι τσακωμοί δεν έλειψαν ποτέ για τα πολιτικά. Ξέρετε, αυτοί οι παλιοί ωραίοι τσακωμοί. Έτσι, λοιπόν, ακούγοντας το «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» και πιστεύοντας πως είναι σύνθημα των δεξιών, περίμενα να ακούω από τη γιαγιά μου να μιλά αρνητικά για τη θρησκεία και τον παππού μου, το αντίθετο. Αυτό δεν έγινε ποτέ, ενώ η γιαγιά μου είχε μια πολύ περίεργη σχέση με τα θεία. Μια σπάνια, όμορφη φιλοσοφία – άλλωστε ήταν ένας άνθρωπος πολύ μορφωμένος και φιλοσοφημένος – που ξετύλιγε μιλώντας μου ώρες για τον Χριστό, σαν να επρόκειτο για έναν άνθρωπο σαν όλους τους άλλους. Απλώς, έναν πολύ καλό άνθρωπο.

Όμως το σύνθημα «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» θα με ακολουθούσε κάθε φορά που θα ήθελα να πιστέψω λίγο παραπάνω. Βρήκε μια καλή θέση στην καρδιά μου δημιουργώντας μου απίστευτη ενοχή και έτσι δεν με άφηνε να δω τι θρησκεία με καλό μάτι.

Έβλεπα όμως με αυτά τα ίδια μάτια συνεχώς, ξανά και ξανά, τον Ιησού του Τζεφιρέλι, με τον οποίο μεγαλώσαμε γενιές και γενιές. Αλήθεια, δεν είστε σίγουροι ότι ο Χριστός μοιάζει σ’ αυτόν τον πρωταγωνιστή; Ότι ήταν ίδιος με αυτόν και ότι είχε αυτά τα υπέροχα γαλάζια σαν λίμνες μάτια;

Εγώ τουλάχιστον έτσι τον φανταζόμουν. Και είχα πιστέψει όλη αυτή την ιστορία. Και μεταξύ μας, μ’ αρέσει να την πιστεύω. Επίσης, να πω εδώ ότι είχα καθηγητή θρησκευτικών τον Ματθαίο Μουντέ, μια πολύ μεγάλη φυσιογνωμία των γραμμάτων στην Ελλάδα. Έναν άνθρωπο που ανάγκασε σχεδόν 35 παιδιά που ήμασταν στην τάξη να διαβάσουν Θρησκευτικά. Κι αν όχι να διαβάσουν, τουλάχιστον να τον ακούν, να τον προσέχουν, να μην τον κράζουν, να τον σέβονται και να τον εκτιμούν. Και να πηγαίνουν στα πάρτι που εκείνος διοργάνωνε για τα παιδιά. Όχι, για να μας προσηλυτίσει φυσικά – ήταν πολύ μοντέρνος και πρωτοπόρος. Απλώς γιατί μας αγαπούσε πολύ. Να, ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις.

Αλλά να πιστέψεις αλλιώς – όχι φανατικά αλλά βαθιά και μαλακά, απαλά, σαν ένα χάδι στην ψυχή. Και να κρατήσεις αυτό αν θες που διδάσκει Χριστός, να αγαπάς αλλήλους. Θυμάμαι σε μία συνέντευξη που μου είχε δώσει, πάντα αλλά τυπικός ανατρεπτικός και πάντα απρόβλεπτος και επαναστάτης, ο Μουντές μου είχε πει ότι οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες του Χριστού ήταν γυναίκες αλλά σε αυτή την ανδροκρατούμενη κοινωνία που ζούμε, κανένας άντρας ποτέ δεν θα το παραδεχτεί και δεν θα το πει δημοσία. Και πόσο μάλλον, ένας κοινός παπάς.

όσοι γύρω μου κατηγορούσαν την εκκλησία, το φώναζαν πολύ περισσότερο από όσους ήξερα, εγώ τουλάχιστον, που πίστευαν. Οι πιστοί που ήξερα εγώ, ήταν πολύ σιωπηλοί.  Καμία σχέση με αυτούς που βλέπεις στην τηλεόραση.

Και κάπως έτσι τελείωσα το σχολείο, πιστεύοντας και μην πιστεύοντας. Και όσο περισσότερο έμπαινα στη ζωή, και γνώριζα ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών που λένε, όλο και περισσότερο άκουγα λόγους κατά της θρησκείας. Παράλληλα στο σπίτι η μητέρα μου μεγάλωνε και όσο μεγάλωνε, όλο και πιο πολύ πίστευε. Όταν λέμε, πίστευε μη φανταστείτε καμιά θεούσα. Άλλωστε ήταν μια γυναίκα πολύ μοντέρνα για την εποχή της, καλλιεργημένη και μορφωμένη, κοσμική, κάπως επαναστατημένη, χωρισμένη, με παντελόνια και τσαγανό. Μόνο θεούσα δεν θα την έλεγες. Και όμως στο σπίτι είχε πολλές εικόνες, υπέροχες και ιδιαίτερων ζωγράφων, και ένα καντηλάκι που πολύ συχνά σιγόκαιγε για κάποιον.

Δεν με πίεσε ποτέ. Μου προκαλούσε σεβασμό ακριβώς επειδή ποτέ μα ποτέ δε μου είπε λέξη, ούτε μία, για το αν πρέπει ή όχι εγώ να πιστεύω. Κι έτσι εγώ μεγάλωσα μην ξέροντας ποιο χέρι είναι το καλό και το πιο δυνατό, το δεξί που έδειχνε την πόρτα της εκκλησίας ή το αριστερό που την έκλεινε βροντερά και την κατηγορούσε. Άλλωστε όσοι γύρω μου κατηγορούσαν την εκκλησία, το φώναζαν πολύ περισσότερο από όσους ήξερα, εγώ τουλάχιστον, που πίστευαν. Οι πιστοί που ήξερα εγώ, ήταν πολύ σιωπηλοί.  Καμία σχέση με αυτούς που βλέπεις στην τηλεόραση.

Οι αναλύσεις για το αν η εκκλησία πρέπει να διαχωριστεί από το κράτος, για το αν έχει φάει πάρα πολύ λεφτά, για το αν είναι μία μαφία, για το τι γίνεται στο Άγιον όρος, και όλα αυτά τα συμπαρομαρτούντα, περιττεύουν. Εννοείται ότι ισχύουν. Εννοείται επίσης ότι υπάρχουν και εξαιρετικοί παπάδες. Έχει και η εκκλησία ό,τι έχει και η κοινωνία. Δυστυχώς όμως η εκκλησία έχει ένα πολύ μεγαλύτερο όπλο: μπορεί να φανατίσει χωρίς αποδείξεις. Φανατίζει μόνο με φαντασιακά δεδομένα. Αυτό δεν το καταφέρνει τίποτα άλλο στον κόσμο. Δημιουργεί πολέμους με μεγάλη ευκολία. Και έχει κάνει εγκλήματα ασυγχώρητα. Και όχι μόνο των αλλόθρησκων οι αμαρτίες – γνωρίζουμε και ο δικός μας ο καλός Χριστιανισμός, τι εγκλήματα έχει διαπράξει στο όνομά της. Και εξακολουθεί με μυστικά καλά κλεισμένα στο υπερπολυτελές Βατικανό. Τέλος πάντων ούτε αυτά έχουν μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι και γι’ αυτό το θέμα υπάρχουν σαφώς οι δύο πλευρές. Και έτσι, νιώθω τεράστια ενοχή να πω ότι πιστεύω, τόσο μεγάλη που δεν ξέρω τελικά αν πιστεύω ή όχι και τόσο που δεν ξέρω και τι να κάνω με το μικρό μου γιο. Τον πηγαίνω στην εκκλησία; Τι του λέω τώρα που πια είναι πέντε και καταλαβαίνει πολλά περισσότερα;

Και από την άλλη, θα κλάψω φέτος την μεγάλη Πέμπτη στη Σταύρωση, μία μέρα που πάντα πήγαινα με τη μητέρα μου στη Μονή Πετράκη αν ήμουν στην Αθήνα σχεδόν ανεξαρτήτως του τι μπορεί να συνέβαινε στις ζωές μας. Ακούγοντας τους χτύπους στην πόρτα της εκκλησίας, ανατρίχιαζα και της κρατούσα σφιχτά το χέρι. Εκείνη τη στιγμή που ένιωθα το θείο δράμα στο πετσί μου.

Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που θα πάω στη μονή Πετράκη χωρίς εκείνη γιατί δεν ζει πια. Τις δύο προηγούμενες χρονιές ήταν κατάκοιτη και δεν ήρθε αλλά την ένιωθα μαζί μου. Φέτος λοιπόν, δεν θα μπορώ να της κρατήσω το χέρι και ξέρω από τώρα ότι θα κλαίω γιατί θα πονάω που μου λείπει. Εκεί, λοιπόν, στην Εκκλησία θα αφήσω τον πόνο ελεύθερο. Αυτό σημαίνει ότι πιστεύω;

Δεν έχω την απάντηση. Και ούτε ξέρω τι να πω στον μικρό Άρη.

(και ναι, τον βαφτίσαμε γιατί το πιστεύαμε, εγώ τουλάχιστον – όχι για το πάρτι). 

ΥΓ. Έχω μία φίλη που χρόνια με χλευάζει που πιστεύω. Με κοροϊδεύει άμα πάω στην εκκλησία και άλλα. Εγώ ποτέ δεν την κορόιδεψα που εκείνη δεν πιστεύει. Ενοχή έχεις μόνο όταν πιστεύεις, όχι όταν Δεν. Να το δούμε και αυτό.

*Πηγή φωτογραφιών: Istockphoto.com

SHARE THE STORY