Οι χλαμυδοφόροι στην Ακρόπολη θα μπορούσαν να ήταν σκετς των Απαράδεκτων για την Eurovision -αλλά δεν ήταν

Κανένα κρυμμένο μήνυμα, καμία υπόνοια σατιρικής σκέψης, καμία «Θεία» κωμωδία δεν κουβαλούσε αυτή η περφόρμανς των αρχαίων θεών στον Ιερό Βράχο. Και, από την άλλη, θα αδικούσαμε την έννοια του κιτς εάν την ταυτίζαμε μαζί του.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Πριν δυο χρόνια τέτοιον καιρό βρέθηκα στην Ύδρα καλεσμένη του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου του νησιού. Στην απογευματινή μου βόλτα μέχρι να περάσει η ώρα για το βραδινό event στην αποστομωτική ταράτσα του μουσείου κι ενώ βημάτιζα στο πλακόστρωτο, λίγο μετά τη Λαγουδέρα, απορροφημένη από την ομορφιά και την κάλμα του τοπίου, έγινα μάρτυρας μιας ευχάριστης ανατροπής: Φωνές, γέλια και χαρούμενα κουδουνίσματα τάραξαν, ξαφνικά, την πολύτιμη νηνεμία.

Μια ζωηρή, πολύχρωμη και εξωφρενικά στιλάτη πομπή αποτελούμενη από καμιά πενηνταριά άτομα ακολουθούσε τους έφιππους, Ινδούς νεόνυμφους άντρες πίσω από τα λευκά άλογά τους -κολιέ από αληθινά λουλούδια στόλιζαν τόσο τον δικό τους λαιμό όσο και των αλόγων τους. Η εύθυμη παρέα φορώντας ινδικά σάρια και περίτεχνα, παραδοσιακά κοσμήματα πάνω από τα επώνυμα ρούχα της γιόρταζε την ευτυχία του νεαρού ζεύγους.

Θα κατέληγαν στο κλασικό εστιατόριο, στα ιστορικά κανόνια, με θέα τη θολή γραμμή των οριζόντων και το άπειρο. Προνομιούχοι; Σίγουρα. Με αίσθηση του καλού γούστου; Αναμφισβήτητα.

Αυτή η εικόνα της ντελικάτης φιέστας ήρθε στο μυαλό μου σαν αντιπαραθετική παραβολή βλέποντας τις φαιδρές εικόνες με τους αλευρομένους, χλαμυδοφόρους ασπιδοκράτορες -τάχα μου δήθεν- αρχαίους, Έλληνες θεούς στην Ακρόπολη, μιας ακαλαίσθητης περφόρμανς που στήθηκε στο πλαίσιο ξενάγησης Ινδών πολυεκατομμυριούχων –είναι αστείο αν σκεφτεί κανείς ότι ένα από τα συνώνυμα της λέξης κομψός είναι το «αττικός».

Η λέξη κιτς άρχισε να χρησιμοποιείται στο είδος της λαϊκής και εμπορικής κουλτούρας κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1920.

Κι ενώ το μυστήριο παραμένει για το ποιος τους έδωσε άδεια να στηθεί η ευτράπελη παράσταση εκεί, το υπουργείο Πολιτισμού διεξάγει ΕΔΕ για τους υπεύθυνους. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Ο ένας πετάει το μπαλάκι στον άλλον.

Για την ιστορία, κι επειδή πολλά δημοσιεύματα χαρακτήρισαν το σόου αυτό ως κιτς, να πούμε το εξής:

Η λέξη κιτς άρχισε να χρησιμοποιείται στο είδος της λαϊκής και εμπορικής κουλτούρας κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1920. Το 1939, ο Αμερικανός κριτικός τέχνης, Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ, όρισε το κιτς στο διάσημο δοκίμιό του Avant-Garde and Kitsch και εξέτασε τη σχέση του με την παράδοση της υψηλής τέχνης, όπως αυτή συνεχίστηκε τον εικοστό αιώνα από την πρωτοπορία.

Όπου υπάρχει μια πρωτοπορία, συνήθως υπάρχει και μια οπισθοφυλακή. Πράγματι – ταυτόχρονα με την είσοδο της πρωτοπορίας, ένα δεύτερο νέο πολιτιστικό φαινόμενο εμφανίστηκε στη βιομηχανική Δύση, αυτό στο οποίο οι Γερμανοί δίνουν το υπέροχο όνομα kitsch: Η λαϊκή, εμπορική τέχνη και λογοτεχνία με τις χρωμοτυπίες, τα εξώφυλλα των περιοδικών, τις εικονογραφήσεις, τις διαφημίσεις, τη γλιστερή και pulp μυθοπλασία, τα κόμικς, τη μουσική Tin Pan Alley, το χορό της κλακέτας, τις ταινίες του Χόλιγουντ και πάει λέγοντας.

Μερικά πιο σύγχρονα παραδείγματα κιτς θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πλαστικά ή πορσελάνινα μοντέλα της αείμνηστης Νταϊάνα, πριγκίπισσας της Ουαλίας, ιαπωνικά κόμικς manga και τη σειρά προϊόντων Hello Kitty, πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια, ολόκληρο το Λας Βέγκας και τη Disneyland, και το γυαλιστερό soft porn του περιοδικού Playboy.

Ο Γκρίνμπεργκ έβλεπε το κιτς ως το αντίθετο της υψηλής τέχνης, αλλά από το 1950 περίπου οι καλλιτέχνες άρχισαν να ενδιαφέρονται σοβαρά για τη λαϊκή κουλτούρα, με αποτέλεσμα την έκρηξη της ποπ αρτ στη δεκαετία του 1960.

Σήμερα, η ιδέα ότι κάτι μπορεί να είναι «τόσο κακό που να είναι καλό» είναι τόσο διαδεδομένη που ο όρος κιτς δεν διατηρεί πλέον τους αρνητικούς συνειρμούς που είχε κάποτε, και οι καλλιτέχνες, πλέον συχνά δημιουργούν έργα που αγκαλιάζουν το κακό γούστο και αμφισβητούν τον διαχωρισμό υψηλής και χαμηλής ποιότητας στην τέχνη.

Είναι σημαντικό ότι, ενώ το κιτς συνδέεται γενικά με την ευρωπαϊκή ή αμερικανική κουλτούρα, έχει παραλληλισμούς σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, η έννοια του kawaii-ή cuteness-στην ιαπωνική κουλτούρα είναι μια ποιότητα που αντιτίθεται στο αισθητικό ιδεώδες της φινέτσας και παίζει εξέχοντα ρόλο στη λαϊκή κουλτούρα και την ψυχαγωγία.

Σήμερα, η ιδέα ότι κάτι μπορεί να είναι «τόσο κακό που να είναι καλό» είναι τόσο διαδεδομένη που ο όρος κιτς δεν διατηρεί πλέον τους αρνητικούς συνειρμούς που είχε κάποτε.

Από την άλλη, οι μεταμοντέρνοι σχεδιαστές διέσωσαν και κατέστρεψαν υλικά για να δημιουργήσουν μια αισθητική αστικής αποκάλυψης.

Ο μεταμοντερνισμός (μια έννοια που χρησιμοποιείται καθημερινά για να αποδώσει την ασάφεια των καιρών μας) είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κινήματα στην ιστορία της τέχνης και του σχεδιασμού. Κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών, από το 1970 έως το 1990 περίπου, ο μεταμοντερνισμός κατέρριψε τις καθιερωμένες ιδέες για την τέχνη και το ντιζάιν, φέρνοντας μια νέα αυτογνωσία για το ίδιο το στυλ -ένα ασταθές μείγμα θεατρικού και θεωρητικού, ο μεταμοντερνισμός κυμαίνεται από το γελοίο έως το πολυτελές αποτελώντας ένα οπτικά συναρπαστικό, πολύπλευρο στυλ.

Σύμφωνα με όλα αυτά, λοιπόν, το γκροτέσκο θέαμα της αρχαίας αναπαράστασης στην Ακρόπολη δεν ήταν δυστυχώς ούτε κιτς, ούτε μεταμοντέρνο, ούτε πρωτογενώς κωμικό όπως το ανάλογο και επίκαιρο εύρημα των αξεπέραστων Απαράδεκτων για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους στην Eurovision, όταν ντυμένοι Περικλήδες και Ασπασίες τραγουδούσαν το «όπα είπα χράτσες χρούτσες και στον εικοστό αιώνα / κάποτε μια χάι ομάδα έχτισε τον Παρθενώνα».

Το γκροτέσκο θέαμα της αρχαίας αναπαράστασης στην Ακρόπολη ήταν βγαλμένο από πολύ πιο ερεβώδη σενάρια κυριαρχικής φαντασίας.

Επιμύθιο: Και ο Μάτζικ Τζόνσον πρόσφατα φωτογραφήθηκε αυτός και όλο του το σόι σαν το ελληνικό Δωδεκάθεο, στην επίσκεψή του στην Ελλάδα, αλλά το έκανε στο σκάφος του κι υπό την έννοια ενός πριβέ πάρτι. Δεν έκλεισε κοτζαμάν Ακρόπολη.

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Κυριακή Μάλαμα – Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Χαλκιδικής

SHARE THE STORY