Τελικά, έκαναν κακό τα Άρλεκιν στη γυναικεία χειραφέτηση; Μπα, δε νομίζω

Με αφορμή την ανακοίνωση της Χάρλεκιν Ελλάς για την παύση των εκδόσεων Άρλεκιν, των αγαπημένων ερωτικών νουβελών μετά από 45 χρόνια, ρίχνουμε μια νοσταλγική, ελαφρώς καχύποπτη ματιά σε μια σειρά αναγνωσμάτων που φλέρταραν με την ένοχη απόλαυση πριν καν ανακαλυφθεί ο όρος.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Ο πρώην στρατιώτης Jonathon Reece πρέπει να αποδείξει την αξία του στη νέα του δουλειά στην Lazarus Security. Και η πρώτη του μεγάλη ανάθεση είναι να κυνηγήσει έναν φυγά που καταζητείται για φόνο.

»Όμως, η απλή υπόθεση γίνεται ξαφνικά πολύ πιο ζουμερή -και πολύ πιο περίπλοκη- όταν ο εν λόγω φυγάς είναι μια καυτή κοπέλα που δεν δέχεται το «συλλαμβάνεσαι» για απάντηση! Κανονικά, η Mara Findlay θα ήταν πολύ ευχαριστημένη να συναντήσει έναν άντρα σαν τον Jon, καυτό και δυναμικό, να βρεθεί στον δρόμο της και το κρεβάτι της.

»Αλλά έχοντας πλαισιωθεί από την κατηγορία της δολοφονίας φαίνεται ότι η μόνη διέξοδος από αυτό το χάος είναι η συνεργασία με τον άντρα που είναι αποφασισμένος να τη ρίξει στη φυλακή. Εκτός κι αν μπορέσει να εκμεταλλευτεί τη μοναδική του αδυναμία… εκείνη!».

Αυτή είναι η περίληψη της ερωτικής νουβέλας της Tori Carrington με τίτλο «Ένοχη Απόλαυση» -όνομα και πράγμα, κυριολεκτικά.

Το ρομαντικό μυθιστόρημα μαζικής αγοράς, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει τις ρίζες του στη ρομαντική μυθοπλασία του 18ου και 19ου αιώνα. Σε μυθιστορήματα όπως το Πάμελα, ή η Ανταμειφθείσα Αρετή, το επιστολικό μυθιστόρημα του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον, τα γοτθικά ρομάντζα της Αγγλίδας Ανν Ράντκλιφ και τα έργα της Τζέιν Όστεν, οι αναγνώστες γνώρισαν μια νέα και ωραία μορφή μυθοπλασίας, η οποία επικεντρωνόταν κυρίως στη ζωή και τους αγώνες των γυναικών πρωταγωνιστριών.

Αν και τα σύγχρονα ρομαντικά μυθιστορήματα έχουν επεκταθεί και περιλαμβάνουν συγγραφείς και πρωταγωνιστές διαφορετικών φύλων, φυλών, σεξουαλικοτήτων και δεξιοτήτων, ιστορικά, τα ρομαντικά μυθιστορήματα διαχωρίζονται από άλλα είδη για το γεγονός ότι γράφονται κυρίως από γυναίκες για γυναίκες.

Το ρομαντικό μυθιστόρημα μαζικής αγοράς, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει τις ρίζες του στη ρομαντική μυθοπλασία του 18ου και 19ου αιώνα.

Η αμερικανική Harlequin (Άρλεκιν), τμήμα της HarperCollins, ήταν ο πρώτος εκδοτικός οίκος που παρήγαγε ρομαντικά μυθιστορήματα που απευθύνονταν στρατηγικά σε γυναίκες αναγνώστριες. Με την πάροδο των χρόνων, έγιναν γνωστά για τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά εξώφυλλά τους, τα οποία συνήθως απεικόνιζαν καλοχτενισμένους εραστές σε παράνομους εναγκαλισμούς ή άλλες ονειρικές εικόνες στο ηλιοβασίλεμα κάποιου τροπικού φόντου.

Ταυτόχρονα, πολλοί εκδότες άρχισαν να παράγουν καυτά εξώφυλλα σε μια προσπάθεια να αυξήσουν τις πωλήσεις, πράγμα που έγινε. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το ιταλοαμερικανικό μοντέλο Fabio Lanzoni έγινε μοντέλο εξωφύλλου για δεκάδες ρομαντικά μυθιστορήματα και κυριολεκτικά άλλαξε για πάντα το πρόσωπο του είδους.

Το 2020 το cbc.ca δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Πώς ένας έμπορος γούνας παγίδευσε τα ρομαντικά μυθιστορήματα Harlequin» περιγράφοντας μια ιστορία επιτυχίας πίσω από τις κλασικές, έως αστείες πλέον, φράσεις «θεληματικό πιγούνι» και «φλογερή, ανυπεράσπιστη κοκκινομάλλα»:

Ο Ρίτσαρντ Μπόνικαστλ γεννήθηκε το 1903 και έγινε ο επικεφαλής έμπορος γούνας για την εταιρεία Hudson’s Bay Company. Μετά από 20 χρόνια, πήγε να εργαστεί για – και τελικά έγινε ιδιοκτήτης – μιας εταιρείας που ονομαζόταν Advocate Printers στο Γουίνιπεγκ της Μανιτόμπα.

Για να κρατήσουν την τυπογραφική εταιρεία απασχολημένη κατά τα χρόνια του πολέμου, ο Ρίτσαρντ και η διευθύντριά του, Ρουθ Παλμούρ, άρχισαν να αγοράζουν τα δικαιώματα επανεκτύπωσης διαφόρων εξαντλημένων βιβλίων και να τα επανεκδίδουν για τους Καναδούς αναγνώστες.

Μέχρι το 1986, η Harlequin πωλούσε πάνω από 180 εκατομμύρια βιβλία ετησίως, με τις περισσότερες πωλήσεις να πραγματοποιούνται εκτός Καναδά και μέχρι το 1989, η Harlequin είχε έσοδα 325 εκατ. δολάρια και λειτουργικά κέρδη 56 εκατ. δολάρια.

Συγκεκριμένα, αγόρασαν ρομαντικά μυθιστορήματα από έναν βρετανικό εκδοτικό οίκο που ονομαζόταν Mills and Boon.

Η σύζυγος του Μπόνικαστλ, Μέρι, άρχισε να επιμελείται τα βιβλία και παρατήρησε ότι αυτά τα ρομαντικά μυθιστορήματα γίνονταν τα best seller τους. Έτσι, αυτή και η Παλμούρ πήγαν στον Ρίτσαρντ με μια ιδέα -να στρέψουν την εταιρεία αποκλειστικά στα ρομαντικά αναγνώσματα.

Ο Ρίτσαρντ δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τη λογική. Η εταιρεία Harlequin ιδρύθηκε το 1949.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η Harlequin ειδικεύτηκε όχι μόνο στο ρομάντζο, αλλά και στο «ιατρικό» ρομάντζο. Πώς σας φαίνεται αυτό για υποείδος; Αλλά αυτό συνέβη επειδή πολλά από τα βιβλία της Mills and Boon ήταν γραμμένα με πλοκή γιατρού και νοσοκόμας. Η συνταγή δούλευε και οι αναγνώστες τα καταβρόχθιζαν.

Η Harlequin θα μεταφέρει, τελικά, την έδρα της από το Winnipeg στο Τορόντο το 1969 και θα αγοράσει τη Mills and Boon δύο χρόνια αργότερα.

Στη δεκαετία του 1970, ένα γατόνι στο μάρκετινγκ, ο Λάρι Χέισι, μετακόμισε στην Harlequin στην Procter & Gamble.

Γνωρίζοντας ότι το αναγνωστικό κοινό της Harlequin αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες, σκέφτηκε ότι οι ίδιες τεχνικές που πουλούσαν σαπούνι στις γυναίκες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τους πουλήσουν μυθιστορήματα.

Εφάρμοσε αυτή τη στρατηγική της P&G στο Harlequin δημιουργώντας χαρακτηριστικές συσκευασίες Harlequin που πλαισίωναν τον συγγραφέα, τον τίτλο και το εξώφυλλο. Η ιδέα του ήταν να προωθήσει τα βιβλία σε ένα μέρος όπου οι γυναίκες ήδη ψώνιζαν: Δηλαδή, στα παντοπωλεία.

Ο Χέισι συνδύασε τα δωρεάν βιβλία με τα κουτιά καθαριστικών Ajax και Kotex. Τα βιβλία μοιράστηκαν στα McDonald’s τη Γιορτή της Μητέρας και συνδυάστηκαν με καλλυντικά προϊόντα Avon.

Ήταν μια ανατρεπτική στρατηγική. Με αυτό, τα κέρδη της Harlequin εκτοξεύτηκαν στα ύψη τραβώντας την προσοχή του εκδοτικού κολοσσού Torstar, ιδιοκτήτη της Toronto Star – ο οποίος αγόρασε τη Harlequin το 1975.

Με την εξαγορά αρκετών εκδοτικών εταιρειών στις ΗΠΑ, η Harlequin καυχιόταν πλέον για μερίδιο αγοράς 80% και στις δύο πλευρές των συνόρων.

Μέχρι το 1986, η Harlequin πωλούσε πάνω από 180 εκατομμύρια βιβλία ετησίως, με τις περισσότερες πωλήσεις να πραγματοποιούνται εκτός Καναδά και μέχρι το 1989, η Harlequin είχε έσοδα 325 εκατ. δολάρια και λειτουργικά κέρδη 56 εκατ. δολάρια – αποτελώντας περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών κερδών της Torstar. Στη συνέχεια, το 2014, η Torstar πούλησε την Harlequin στον εκδότη Harper Collins – όπου και βρίσκεται σήμερα.

Ενώ πολλά σημερινά σχόλια μιλούν για επιβεβαίωση της πατριαρχικής αντίληψης μέσω των μικροαστικών ιστοριών των Άρλεκιν, για παγίωση των στερεοτύπων του κυρίαρχου αρσενικού και του ακηδεμόνευτου θηλυκού -κάτι που είναι αλήθεια- κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμή τους.

Η Harlequin είναι αναμφισβήτητα μια αξιοσημείωτη ιστορία εμπορικής -σε καμία περίπτωση λογοτεχνικής- επιτυχίας.

Το 65 τοις εκατό των αναγνωστών ρομαντικών βιβλίων αναφέρουν πρώτα το Harlequin όταν σκέφτονται τα ρομαντικά μυθιστορήματα.

Δύο βιβλία της Harlequin πωλούνται κάθε δευτερόλεπτο παγκοσμίως. Και εκδίδονται σε 16 χώρες και 32 γλώσσες.

Στην Ελλάδα, όμως, η ιστορία των Άρλεκιν είχε άδοξο τέλος μετά από 45 χρόνια ζωηρής διάρκειας. «Η γενιά μου μεγάλωσε διαβάζοντας περιοδικά, κόμικς, εφημερίδες (αμέτρητα έντυπα και χιλιάδες βόλτες στο περίπτερο της γειτονιάς). Τα Άρλεκιν, όπως είπαμε, είναι περιοδικός τύπος. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να τα βρει αλλού (π.χ. στα βιβλιοπωλεία). Και η συνεχής πτώση στις πωλήσεις, σε συνάρτηση με τον διπλασιασμό (κυριολεκτικά) στο κόστος παραγωγής τους, μάς έδειξε ότι ήρθε η στιγμή να γυρίσουμε σελίδα» έγραψε τις προάλλες ο διευθυντής σύνταξης της εταιρίας, Χάρης Νικολακάκης, σε μια ανάρτησή του στο Facebook ξεκαθαρίζοντας το τοπίο.

Κι ενώ πολλά σημερινά σχόλια μιλούν για επιβεβαίωση της πατριαρχικής αντίληψης μέσω των μικροαστικών ιστοριών των Άρλεκιν, για παγίωση των στερεοτύπων του κυρίαρχου αρσενικού και του ακηδεμόνευτου θηλυκού -κάτι που είναι αλήθεια- κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη και την επίδραση που είχε η «βόλτα στο περίπτερο» των προηγούμενων γενιών. Τότε που η πληροφορία δεν ερχόταν σε σένα μέσω ψηφιακής καταιγίδας αλλά πήγαινες εσύ σε αυτήν -ενίοτε με μεγάλο κόπο και φυσικά με ανάλογη ικανοποίηση.

Επιμύθιο:

Τα Άρλεκιν ήταν καταναλωτικά προϊόντα μιας άλλης εποχής και ως τέτοια οφείλουμε να τα κρίνουμε -με τη νοσταλγία και τη γιατρειά που χαρίζει ο χρόνος. Από την άλλη, κι εμείς με Άρλεκιν μεγαλώσαμε αλλά φεμινίστριες γίναμε, τελικά.

SHARE THE STORY