Χθες βράδυ πάλι άργησα να κοιμηθώ, ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για ύπνο νωρίς, χαλαρά, έβλεπα για εκατοστή φορά μια σειρά που έχω δει όλα της τα επεισόδια για να νανουριστώ από τους διαλόγους και τότε μου ήρθε, σαν μικρή πυγολαμπίδα στο σκοτάδι, η υπενθύμιση της ημερομηνίας.
Κοίταξα ψάχνοντας το τηλέφωνο στο σκοτάδι; ναι, δεν είχα κάνει λάθος, 12 Ιανουαρίου ξημέρωνε …
Τριάντα δύο χρόνια και αύριο που θα ξημέρωνε χωρίς τον πατέρα μου. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα έζησα χωρίς πατέρα, αλλά και όταν ζούσε βίωνα την απουσία του στην ζωή μου με έναν τρόπο ανεκδιήγητα μουλωχτό, περιβεβλημένο μεν από την αγάπη του, το νοιάξιμο του για εμένα, αλλά ταυτόχρονα και με την αναποτελεσματικά δυναμική παρουσία στην ζωή μου. Πολλές φορές ένοιωσα πως υπήρξα ο δικός του πατέρας: Ήμουν εγώ που έπρεπε να τον φροντίσω, να του βρω την λύση από μικρό παιδί πάντα, κάπως έτσι ένοιωθα αφού για κάποιο σατανικό λόγο υπήρχα πανταχού παρούσα στα προβλήματα του.
Ναι, ο μεγάλος χαμένος στην ζωή μου ήταν ο πατέρας μου, απών επί το πλείστον ακόμα και παρών που ήταν, τα τελευταία δυο χρόνια δεν ήθελε πια να συμμετέχει, σχεδόν συνθηκολόγησε -μου το είχε πει, δεν τον ενδιέφερε η ζωή- και έτσι προκάλεσε την αρρώστια στην πιο επιθετική της μορφή να του δώσει την χαριστική βολή.
Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκύτατος, μορφωμένος άνθρωπος, προορισμένος να λατρεύει την γυναίκα που ερωτεύτηκε με πάθος, την μητέρα μου δηλαδή, αφού την διεκδίκησε για χρόνια μέχρι αυτή να μεγαλώσει αρκετά -αφού την περνούσε 12 χρόνια και την ερωτεύτηκε όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων. Η ιστορία της αγάπης τους θυελλώδης, άρχισε με τους ωραιότερους οιωνούς και πήρε μια τροπή τόσο απογοητευτική αμέσως μετά το ταξίδι του μέλιτος τους, ένα ταξίδι που έγινε το 1958, ένας ονειρικός μήνας στον γύρο της Ευρώπης με μια lux καμπίνα αμαξοστοιχίας.