Τριάντα δύο χρόνια και σήμερα, χωρίς τον πατέρα μου 

Η ιστορία μου ίσως μοιάζει με την δικιά σας, δεν είναι κάποια σπάνια ή περίεργη. Μόνο το αποτύπωμα του πατέρα είναι διαφορετικό για τον καθένα μας, σαν το δακτυλικό μας αποτύπωμα, δεν είναι ίδιο με κανενός άλλου. 

ΑΠΟ ΕΛΕΝΑ ΜΑΚΡΗ

Χθες βράδυ πάλι άργησα να κοιμηθώ, ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για ύπνο νωρίς, χαλαρά, έβλεπα για εκατοστή φορά μια σειρά που έχω δει όλα της τα επεισόδια για να νανουριστώ από τους διαλόγους και τότε μου ήρθε, σαν μικρή πυγολαμπίδα στο σκοτάδι, η υπενθύμιση της ημερομηνίας. 

Κοίταξα ψάχνοντας το τηλέφωνο στο σκοτάδι; ναι, δεν είχα κάνει λάθος, 12 Ιανουαρίου ξημέρωνε … 

Τριάντα δύο χρόνια και αύριο που θα ξημέρωνε χωρίς τον πατέρα μου. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα έζησα χωρίς πατέρα, αλλά και όταν ζούσε βίωνα την απουσία του στην ζωή μου με έναν τρόπο ανεκδιήγητα μουλωχτό, περιβεβλημένο μεν από την αγάπη  του, τονοιάξιμο του για εμένα, αλλά ταυτόχρονακαι με την αναποτελεσματικά δυναμική παρουσία στην ζωή μου. Πολλές φορές ένοιωσα πως υπήρξα ο δικός του πατέρας: Ήμουν εγώ που έπρεπε να τον φροντίσω, να του βρω την λύση από μικρό παιδί πάντα, κάπως έτσι ένοιωθα αφού για κάποιο σατανικό λόγο υπήρχα πανταχού παρούσα στα προβλήματα του. 

 Ναι, ο μεγάλος χαμένος στην ζωή μου ήταν ο πατέρας μου, απών επί το πλείστον ακόμα και παρών που ήταν, τα τελευταία δυο χρόνια δεν ήθελε πια να συμμετέχει, σχεδόν συνθηκολόγησε -μου το είχε πει, δεν τον ενδιέφερε η ζωή- και έτσι προκάλεσε την αρρώστια στην πιο επιθετική της μορφή να του δώσει την χαριστική βολή. 

Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκύτατος, μορφωμένος άνθρωπος, προορισμένος να λατρεύει την γυναίκα που ερωτεύτηκε με πάθος, την μητέρα μου  δηλαδή, αφού την διεκδίκησε  για χρόνια μέχρι αυτή να μεγαλώσει αρκετά -αφού την περνούσε 12 χρόνια και την ερωτεύτηκε όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων. Η ιστορία της αγάπης τους θυελλώδης, άρχισε με τους ωραιότερους οιωνούς και πήρε μια τροπή τόσο απογοητευτική αμέσως μετά το ταξίδι του μέλιτος τους, ένα ταξίδι που έγινε το 1958, ένας ονειρικός μήνας στον γύρο της Ευρώπης με μια lux καμπίνα αμαξοστοιχίας. 

Το πρώτο μέρος του βιβλίου μου «Μια ζωή πολλές φορές», είναι αναμφισβήτητα η αρχή και μέση της ιστορίας τους πριν παρέμβει φυσικά η οργιώδης φαντασία μου και αλλάξει την πορεία της ζωής τους για να ξορκίσει το κακό, να τους φέρει σαν σε μια θεατρική σκηνή, σαν σε ένα μυθιστόρημα εποχής μπλέκοντας χαρακτήρες  επινοώντας άλλους τόπους και χώρους. 

Συνήθως οι άνθρωποι πηγαίνουν σε ψυχολόγο για να ανακαλύψουν τα τραύματα της ζωής τους, να τα επουλώσουν, να τα ξορκίσουν μακριά σαν έντομα κρυμμένα σε γωνιές του μυαλού τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που γνωρίζουν καλά διαβάζοντας και ερευνώντας ή ίσως και από ισχυρή διαίσθηση ποια είναι τα αγκάθια που γδέρνουν και γρατσουνίζουνγια πάντα την ύπαρξη τους, ποτέ ακριβώς φύτρωσαν, γιατί είναι δύσκολο να ξεριζωθούν και ποιος ευθύνεται για αυτά. Ακόμα και τις θεραπείες επούλωσης γνωρίζουν, τις θεραπείες που επέλεξαν στην ζωή τους για να συμφιλιωθούν με τις γρατσουνιές τους που κάπου κάπου αιμορραγούν. 

Εγώ τον πατέρα μου τον γνώρισα σε πολύ ώριμη ηλικία αφού ήταν ήδη πενήντα όταν γεννήθηκα, τον γνώρισα ήδη κουρασμένο και απογοητευμένο από την ζωή του αλλά παρόλα αυτά στα πρώτα χρόνια μου τον θυμάμαι παιδί, μαχητή, με μια αισιοδοξία αδικαιολόγητη πολλές φορές, με ένα χιούμορ γλυκό, ντεμοντέ, με μια φυσική ευγένεια καταγωγής, αφού ήταν καλομεγαλωμένος, πρωτότοκος γιος ενός μεγαλοτσιφλικά της Θεσσαλίας. 

Από μικρό παιδί προσπαθούσα να αναλύσω την υποβόσκουσα μελαγχολία του πατέρα μου, κόβοντας και ράβοντας σαν ερευνήτριαόλα αυτά που άκουγα από την μητέρα μου και τους  συγγενείς. Γρήγορα κατάλαβα πως ο πατέρας μου πονούσε απίστευτα μέσα του, και μαζί με το ψιλόλιγνο σώμα του κουβαλούσε στην ψυχή του πολλά κιλά πέτρες σαν κατάδικος που έσκαβε και κουβαλούσε φορτία καθημερινά χωρίς σταματημό. 

Πολύ λίγες οι φορές που ξεκαρδιζόμουν στα γέλια μαζί του κι αυτές τόσο θολές, τόσο αρχαίο παρελθόν, που σβήνει σιγά σιγά από το μυαλό μου. Όμως κάποτε όντως γελούσα πολύ μαζί του, κυρίως πριν πάω σχολείο,  μετά όλο και μου ξεμάκραινε αυτός με το φορτίο που κουβαλούσε στην πλάτη του.  Ένοιωθα την ενοχή του για την τεράστια οικονομική καταστροφή σε κάθε ρουφηξιά του τσιγάρου του, σε κάθε σπάνιο κεχριμπαρένιο βλέμμα του που ξεστράτιζε από το τζάμι του σπιτιού τον χειμώνα, ή στην μεγάλη μας βεράντα στο ρετιρέ ανάμεσα στα λουλούδια που είχε φυτέψει η μάνα μου και μας είχαν πνίξει κυριολεκτικά. 

Αυτός και η μελαγχολία του ήταν εκεί από την εφηβεία μου και μετά που συνταξιοδοτήθηκε. 

“Εγώ τον πατέρα μου τον γνώρισα σε πολύ ώριμη ηλικία αφού ήταν ήδη πενήντα όταν γεννήθηκα, τον γνώρισα ήδη κουρασμένο και απογοητευμένο από την ζωή του αλλά παρόλα αυτά στα πρώτα χρόνια μου τον θυμάμαι παιδί, μαχητή, με μια αισιοδοξία αδικαιολόγητη πολλές φορές, με ένα χιούμορ γλυκό, ντεμοντέ, με μια φυσική ευγένεια καταγωγής, αφού ήταν καλομεγαλωμένος, πρωτότοκος γιος ενός μεγαλοτσιφλικά της Θεσσαλίας.”

Ναι, ήταν δυο άνθρωποι ο πατέρας μου, λες και καθόντουσαν παρέα,ήρεμοι αλλά παράξενασκεπτικοί, αυτός και οι σκέψεις του συντροφιά, λες και είχαν γίνει το ολόγραμμα του. 

Ποτέ δεν συνθηκολόγησε με  την ήττα που βίωσε και ποτέ δεν μπόρεσε να πετάξει από πάνω του την ευθύνη. Αντί να επαναστατήσει κάποια στιγμή και να γυρίσει σελίδα, απλά κουράστηκε, έφτασε στον βυθό της θλίψης του και αφέθηκε. 

Τις λιγοστές φορές που έκανα τότε συζήτηση μαζί του, του έλεγα σοφότερη από αυτόν πως το παρελθόν είναι ιστορία και το τώρα προτεραιότητα κι αυτός μου απαντούσε σκωπτικά: “Είσαι μόνο 18, αλίμονο αν δεν μιλούσες έτσι’’. 

 

Ναι είναι αλήθεια αυτό που λένε, “αν τους θυμάσαι δεν φεύγουν ποτέ” ή κάπως έτσι... 

Ο πατέρας μου γρήγορα εκεί στην εφηβεία μου και μετά έγινε το μελανό μου σημείο, δεν μπορούσα να συμφωνήσω σχεδόν σε τίποτα μαζί του και κυρίως για την παράδοση άνευ όρων στην ίδια την ζωή. Ενώ το δικό μου αίμα κόχλαζε, το δικό του ανακατεμένο με νικοτίνη σε τεράστια ποσότητα τον αδρανοποιούσε κάθε μέρα και πιο πολύ. 

Στάθηκα στα πόδια μου εξαιτίας του από τα 18 μου. Εφηβική, ξέγνοιαστη ηλικία δεν έζησα ποτέ αφού πάντα με απασχολούσε ο ίδιος, η υγεία του τα οικονομικά θέματα του που ξεφύτρωναν ξαφνικά κάθε μήνα και από ένα, σαν τα σαλιγκάρια μετά την βροχή. 

Τον αγάπησα πολύ σαν προσωπικότητα, σαν πατέρα – ιδέα, τον εξιδανίκευσα στο μυαλό μου κρατώντας τις πρώτες μου υπέροχες μνήμες μαζί του. Συχνά πυκνά θυμόμουν πως μου έμαθε με αυστηρότητα να κάνω την πρώτη μου υπογραφή την πρώτη ημέρα που γύρισα από την πρώτη δημοτικού και με υποχρέωσε να υπογράψω σοβαρά-σοβαρά όλα μου τα βιβλία. Διάλεξε μόνος την πρώτη μου κασετίνα, μια πράσινη με μαύρους παίκτες ΝΒΑ ( πάντα ήθελε γιο) αφήνοντας με άφωνη. Την κράτησα αναγκαστικά τέσσερα χρόνια…Μου εμφύσησε την αγάπη για τα βιβλία, με ενθάρρυνε να δανείζομαι βιβλία από την βιβλιοθήκη του σχολείου, να πηγαίνω στην Εθνική βιβλιοθήκη στην Παλιά Βουλή για να ανασύρω βιβλία για εργασίες, μου έμαθε πως να εξερευνώ  μαζί του τον Πάπυρο Λαρούς και ο ίδιος διάβαζε ποίηση του Κρυστάλλη, ενώ όσο ήμουν μικρή με έμαθε πάντα με αυστηρότητα να γράφω καλλιγραφικά λέγοντας μου πως ο γραφικός χαρακτήρας δηλώνει πολλά για τον εαυτό μας. 

Εγώ μεγάλωνα, ενώ αυτός γερνούσε αφύσικα γρήγορα, κυρίως ψυχικά και τα αμέτρητα “γιατί” μου σωρεύονταν και ήξερα πως αν έκανα σοβαρή συζήτηση μαζί του θα τρόμαζε από τον θυμό που είχε μαζευτεί μέσα μου εξαιτίας του. Μου κακοφαίνονταν που είχε αφεθεί, το πως είχε χάσει δυναμισμό, πυγμή, το πως δεν έδινε πια λύσεις  σαν πατέρας  αλλά μόνο μας φόρτωνε προβλήματα που έπεφταν στους ώμους τους δικούς μου και της αδελφής μου που πιο πριν είχε απορροφήσει κι αυτή τεράστιο βάρος. 

Στο τέλος υπήρχαν μέρες που ήθελα να τον σφίξω τόσο πολύ στην αγκαλιά μου, να τον λιώσω έτσι λιπόσαρκος που είχε γίνει από την αρρώστια που δεν άργησε να τον επισκεφτεί και να τον τσιμπολογάει στην σάρκα και στα κόκαλα. 

Μια μέρα Δεκεμβρίου προς το τέλος, τον αγκάλιασα τόσο δυνατά τόσο σφιχτά, έτσι καθιστός που ήταν στην κουζίνα μας και απολάμβανε τον τσιγάρο και τον καφέ του. Δεν κατάλαβε, νομίζω (;) το τρέμουλο των λυγμών που με κατέκλυσαν γιατί ήξερα πως αν και είχαμε χάσει επαφή οι δυο μας και πάλι καταλαβαίναμε πολύ καλά πως μας έμενε λίγος χρόνος μαζί. Κι ας μην τα είχαμε πει όλα, είχαμε όμως επικοινωνήσει τέλεια, βουβά και οι λογαριασμοί είχαν κλείσει. Πατρική σιγουριά και ασφάλεια δεν βίωσα ποτέ μου, πάντα υπήρχε μια σκισμένη σελίδα σε αυτό το βιβλίο,  ίσως για αυτό από πολύ μικρή προσπάθησα ξανά και ξανά να γράψω μόνη μου την ιστορία από την αρχή, με σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά. 

Λένε πως συχνά οι γυναίκες αναζητούν τον πατέρα τους στον άντρα ή κάποιον σαν τον πατέρα τους ή στην πιο αναίσχυντη εκδοχή κάποιον να τους καλύπτει τον ρόλο του sugar daddy μην κάνοντας στην ουσία τίποτα παρά προσφέροντας εκ του ασφαλούς τα νιάτα τους. 

Έχω δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις από μικρές και μεγαλύτερες γυναίκες καιροσκόπους και πραγματικά είναι αδίστακτες, μια ειδική περίπτωση αμείλικτωνθηλυκών που ζουν ανάμεσα μας και με μερικές ανακατεύομαι και μόνο που τις κοιτάζω. 

Έχω αναλύσει το πως και το γιατί πάντα με έλκυαν οι μεγαλύτεροι άνδρες, σαφώς  για  την όποια σοφία τους και τις πιο κατασταλαγμένες  απόψεις τους για την ζωή, αλλά πάντα με ενδιέφεραν αυτοί που στον χαρακτήρα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι από τον πατέρα μου. 

Οι υπερδραστήριοι, οι επιθετικοί σχεδόν με την ζωή, οι μαχητές μέχρι τέλους που δεν δείχνουν στιγμή αδυναμίας και δεν τους πτοεί τίποτα. 

Ακριβώς γιατί ο πατέρας μου στα 60 του πλέον και σε άλλες εποχές, έχοντας απολέσει το ενδιαφέρον του για την ζωή, βιώνοντας μια βαθιά κατάθλιψη μιας αποτυχίας που δεν μπόρεσε και δεν τον άφησε το αδελφικό του περιβάλλον να την διαχειριστεί σωστά,την κουβάλαγε  παντού και πάντα μαζί του ενοχικά. 

Και εκεί μπερδευόμουν διότι αυτός ο παρατημένος από την ζωή φιλόσοφος με το μόνιμο τσιγάρο στο στόμα, την robe de chambre και τις παντόφλες, ήταν το άκρως αντίθετο από αυτό που θυμόμουν ως μικρό παιδί και μου διηγείτο η μάνα μου. Ο αεικίνητος, δυναμικός άντρας που είχε λατρέψει.

Ένας τόσο καλά σφιχτά δεμένος μπερδεμένος κόμπος μιας τόσο λεπτής αλυσίδας που προσπαθείς μάταια να την λύσειςγιατί δημιουργεί όλο και πιο νέους κόμπους, κάπως έτσι είναι κάποιες φορέςη ανάμνηση του πατέρα μου. 

 Κάποιες άλλες είναι όλο χαμόγελα, αστεία τρυφεράδα γιατί στα μικρά μου χρόνια δέχτηκα και αγκαλιές δικές του και χαρές και πειράγματα. Μετά μου τον πήραν μακριά οι διάφορες αρρώστιες και οι ενοχές του. 

Αυτός ήταν όμως ο δικός μου πατέρας και χωρίς αυτόν θα ένοιωθα λιγότερο ατρόμητη να τα βάλω με όλους και με όλα στην ζωή μου. Δικό του ακούσιο κατόρθωμα ήταν αυτό. 

Έζησα μαζί του λιγότερα χρόνια από όσα ζω με τον άντρα μου, αφού δεν τονγνώρισε ποτέ. Ούτε υπήρξε ποτέ παππούς, αυτή η λέξη δεν του ειπώθηκε, έτσι εφηύρα κάτι τεχνητό, τον φανταζόμουν συχνά στο παλιό μας οικογενειακό σπίτι με τα παιδιά μου που αλώνιζαν ολημερίς τον κήπο. Θα άνοιγε μια μέρα η πόρτα και θα ερχόταν επίσκεψη, θα μου μύριζε η Οld Spice του όταν του φιλούσα το μάγουλο ,-αυτός φιλούσε στα χέρια τους γονείς του,το ίδιο και εγώ τους παππούδες μου – ,τα παιδιά μου θα φώναζαν όλο χαρά “παππού! “, σαν να είχαμε βγει από ελληνική διαφήμιση και θα του έψηνα τον παραδοσιακό καφέ του που πάντα τον κατάφερνα καλά, παρέα με τα εγγόνια του. 

Θα κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο στον κήπο μας και εγώ θα του μίλαγα για τα παιδιά μου, θα του γνώριζα τον άντρα μου θα του έλεγα πόσο ευτυχισμένη έγινα, θα του έλεγα πόσο δύσκολη αλλά και υπέροχη είναι η δουλειά μου, μετά πόσο άτακτος είναι ο Αλέξανδρος αλλά  και πόσο του μοιάζει φυσιογνωμικά, πόσο γλυκιά η Φιλίππα, μια μικρή κυρία,  πόσο γλυκό το μικρό μωρό ο Άρης  που ήρθε την στιγμή που μας άφησε και η μαμά … 

Μόνο με το τσιγάρο θα τα χαλάγαμε λίγο, θα κάπνιζε αρειμανίως ως συνήθως και θα μου έφερνε αηδία, αλλά ας ήταν έστω και μια ώρα εδώ, ας τον είχα για όλα τα παραπάνω που φαντασιωνόμουν  μια ώρα, τι ώρα, ένα δεκάλεπτο ας ήταν. 

Δεν ήταν, δεν είναι βέβαια, ούτε ποτέ θα είναι… 

Ναι ο μεγάλος χαμένος στην ζωή μου ήταν ο πατέρας μου, απών επί το πλείστον ακόμα και παρών που ήταν, τα τελευταία δυο χρόνια δεν ήθελε πια να συμμετέχει, σχεδόν συνθηκολόγησε -μου το είχε πει, δεν τον ενδιέφερε η ζωή- και έτσι προκάλεσε την αρρώστια στην πιο επιθετική της μορφή να του δώσει την χαριστική βολή. 

 Αυτά λοιπόν έγιναν πριν τριάντα χρόνια, πριν τριάντα δυο σαν σήμερα το βράδυ στις 9μ.μ ακριβώς που έφυγε στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από όλους εμάς που τον αγαπήσαμε πολύ, απλά, ταπεινά και βουβά, στην αγαπημένη του πολυθρόνα και του κρατούσαμε τα χέρια, για να μην φοβηθεί την μεταφυσική μετάβαση. Ένας ευλογημένος θάνατος όπως θα ήθελε, σπίτι του περιστοιχισμένος με τα παιδιά του σε πλήρη ειρήνη. Ένας θάνατος που με στιγμάτισε καθώς ήμουν παρούσα και ταυτόχρονα με έκανε περήφανη σαν κόρη που έκανε το καθήκον της. 

 

Αυτός ήταν ο δικός μου πατέρας και χωρίς αυτόν θα ένοιωθα λιγότερο ατρόμητη να τα βάλω με όλους και με όλα στην ζωή μου.

Η ιστορία μου ίσως μοιάζει με την δικιά σας, δεν είναι κάποια σπάνια ή περίεργη. Μόνο το αποτύπωμα του πατέρα είναι διαφορετικό για τον καθένα μας, σαν το δακτυλικό μας αποτύπωμα, δεν είναι ίδιο με κανενός άλλου. 

Με επισκέπτεται που και που στα όνειρα μου, πάντα σε ρόλο μακρινό,  ποτέ δεν διεκδικεί κάτι από εμένα, πάντα παρευρίσκεται στον χώρο μου έτσι απλά, σαν να με κοιτάει από μακριά. Μου έχει λείψει στην ζωή μου και ας  μην μιλάω για αυτόν, αφού η γλωσσοκοπάνα μπριόζα μητέρα μου μονοπωλούσε τα πρωτεία στην ζωή αλλά και στον θάνατο . 

Ναι είναι αλήθεια αυτό που λένε, “αν τους θυμάσαι δεν φεύγουν ποτέ” ή κάπως έτσι… 

Δεν ξέρω πάλι, πάντως είναι  32 ολόκληρα χρόνια και σήμερα που δεν τον ξαναείδα … 

 

SHARE THE STORY