Το μεγάλο crime story της Εκάλης: Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη από τον Ταϊλανδό της μπάτλερ

Μέχρι σήμερα ουδείς έχει λογοδοτήσει για το τετραπλό φονικό που συγκλόνισε την Ελλάδα και την Μεγάλη Βρετανία.

Μια απίστευτη ιστορία από το αρχείο του Elena’s Diary: Ένα από τα πιο σοκαριστικά crime story στην Ελλάδα ήταν η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη. Τo 2011, 20 χρόνια μετά το τραγικό περιστατικό o Μιχάλης Αργυρόπουλος κατέγραψε την ιστορία για το Life&Style: Το θέρος του 1991 πέρασε στην ιστορία ως το καλοκαίρι της παραφροσύνης. Μόνο το μήνα Ιούλιο σημειώνονταν καθημερινά πέντε με έξι εγκλήματα.

Η αρχή ωστόσο είχε γίνει στα τέλη Ιουνίου με ένα απεχθές έγκλημα, μια πολλαπλή δολοφονία που ξεκλήρισε μια ολόκληρη οικογένεια και αναστάτωσε την κοινωνία, παραμένοντας για εβδομάδες στα πρωτοσέλιδα. Μια μυστηριώδης υπόθεση, για την οποία μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί ακόμη το τελευταίο κεφάλαιο…

Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης, 43 ετών, ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης έξι εταιριών, οι οποίες είχαν συνολικό τζίρο 600.000.000 δραχμών ετησίως. Ήταν παντρεμένος με μια όμορφη συνομήλική του Αγγλίδα, την Ελίζαμπεθ Γουίντενμπανκ, και είχαν δύο αγόρια, το 18χρονο Γιώργο, που μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο και ετοιμαζόταν για σπουδές στο εξωτερικό, και τον 16χρονο Αλέξανδρο, που ήταν μαθητής σε αγγλικό κολέγιο. Η οικογένεια ζούσε μια άνετη και ανέμελη ζωή στη βίλα όπου διέμεναν στα Βόρεια Προάστια, στην οδό Θησέως στην Εκάλη, με τον Ταϊλανδό μπάτλερ Πράσερτ Σερτουασάνα, εσωτερικό στο σπίτι, τον οποίο αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Τάι», να φροντίζει για το κάθε τι…

Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης και η σύζυγός του Ελίζαμπεθ Γουίντενμπανκ, δολοφονήθηκαν στα 43 τους χρόνια.

Η τελευταία φορά που είδαν ζωντανό τον Χρυσαφίδη οι υπάλληλοι της επιχείρησής του ήταν την Τρίτη 18 Ιουνίου του 1991. «Την επόμενη μέρα δεν ήρθε στη δουλειά, κάτι που μας έκανε εντύπωση, γιατί ποτέ δεν απουσίαζε απροειδοποίητα», θα δήλωναν. Η γραμματέας του επιχειρηματία τηλεφώνησε στο σπίτι για να μάθει τι συνέβαινε. Της απάντησε ο Ταϊλανδός υπηρέτης, ο οποίος την πληροφόρησε ότι η οικογένεια είχε φύγει για διακοπές και ότι θα επέστρεφε την Παρασκευή. Και αυτό φάνηκε παράξενο στους συνεργάτες του Χρυσαφίδη, όταν όμως τηλεφώνησαν ξανά στο σπίτι την επόμενη ημέρα δεν απάντησε κανείς… Το τελευταίο πρόσωπο που είδε ζωντανή την οικογένεια Χρυσαφίδη ήταν μια φίλη και γειτόνισσα που ήταν καλεσμένη στο σπίτι τους για φαγητό το βράδυ της Τρίτης. Τους αποχαιρέτησε γύρω στις 12 το βράδυ, ανανεώνοντας το ραντεβού τους για το βράδυ του ερχόμενου Σαββάτου…

Σύμφωνα με την αστυνομία, το κίνητρο του μπάτλερ ήταν πιθανότατα να βιάσει την Ελίζαμπεθ ή το ταξικό μίσος που αισθανόταν για την εύπορη οικογένεια των εργοδοτών του.

Η εξαφάνιση του επιχειρηματία προβλημάτισε τόσο τους συνεργάτες τους, ώστε να έρθουν σε επαφή με τον ανιψιό του, Αλέξανδρο Μακρίδη, ο οποίος δήλωσε το συμβάν στην αστυνομία, αφού πρώτα επισκέφθηκε το σπίτι και το βρήκε κλειστό, με ένα σημείωμα στην κεντρική πόρτα που έγραφε στα αγγλικά: «Λείπω σε διακοπές, θα γυρίσω την Παρασκευή», με υπογραφή Άλις, το όνομα της συζύγου του Ταϊλανδού μπάτλερ. Η οικογένεια εξακολουθούσε να μη δίνει σημεία ζωής και έτσι ο Μακρίδης κάλεσε κλειδαρά και το βράδυ της Δευτέρας 24 Ιουνίου παραβίασαν την πόρτα της εισόδου. Τα πάντα ήταν ερμητικά ασφαλισμένα από μέσα και πουθενά δεν φαινόταν κάποιο ίχνος διάρρηξης, αλλά ούτε και ίχνος της οικογένειας. Μέχρι που κατέβηκε στο γκαράζ για να δει αν ήταν εκεί τα αυτοκίνητα. Πράγματι ήταν εκεί.

Στο χώρο όμως υπήρχε έντονη μυρωδιά αποσμητικών χώρου, που τον έκανε να υποψιαστεί. Ψάχνοντας μέσα στο υπόγειο του σπιτιού ανακάλυψε πρώτα το πτώμα της Ελίζαμπεθ Χρυσαφίδη και μετά αυτό του μικρού της γιου. Ο πατέρας και ο μεγάλος γιος βρίσκονταν σε χωριστά δωμάτια του υπογείου και, όπως όλα τα μέλη της οικογένειας, έφεραν βαριά χτυπήματα στο κεφάλι, που προκλήθηκαν από τσεκούρι και βαριοπούλα, τα οποία θα ανακάλυπτε στον τόπο του εγκλήματος η αστυνομία. Από τη μητέρα είχαν αφαιρεθεί τα εσώρουχα, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ… Τα παράθυρα ήταν ασφαλισμένα, για να μην αντιληφθεί κανείς τη δυσοσμία. Τα πτώματα ήταν σκεπασμένα με σεντόνια και άλλα αντικείμενα και κάθε πόρτα των δωματίων όπου βρίσκονταν είχε σφραγιστεί με βρεγμένες πετσέτες για να απορροφάται η οσμή του θανάτου…

Οι ατυχοί γιοι του ζεύγους, Γιώργος και Αλέξανδρος Χρυσαφίδης.

Τα θύματα δεν έμοιαζε να είχαν φέρει αντίσταση στο δολοφόνο, ο οποίος τα είχε ακινητοποιήσει και τα είχε κρατήσει ομήρους στο υπόγειο του σπιτιού. Οι στιγμές που πέρασαν τα μέλη της οικογένειας ήταν μαρτυρικές, με βασανισμούς και σεξουαλική κακοποίηση της μητέρας. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή κ. Κουτσάφτη, «πρώτα δολοφονήθηκαν τα δύο παιδιά, την Πέμπτη. Και τα δύο ήταν δεμένα, ενώ το ένα ήταν φιμωμένο όσο ήταν ακόμη ζωντανό. Έφεραν κακώσεις από χτυπήματα στο κεφάλι και το θώρακα. Ο πατέρας δολοφονήθηκε μισή μέρα αργότερα από τα παιδιά, την Παρασκευή το πρωί. Δεν βρέθηκε δεμένος ούτε φιμωμένος και είχε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι. Και οι τρεις άνδρες είχαν βασανιστεί. Τελευταία δολοφονήθηκε η Ελίζαμπεθ Χρυσαφίδη, την Κυριακή, στο διάστημα από τις 2 το μεσημέρι μέχρι τις 10 το βράδυ…».

Ο Ταϊλανδός μπάτλερ Πράσερτ Σερτουασάνα -με την σύζυγό του- ουδέποτε λογοδότησε για το έγκλημα.

Oι υποψίες έπεσαν αμέσως στον Ταϊλανδό μπάτλερ, οποίος είχε εξαφανιστεί και όπως θα ανακάλυπταν γρήγορα οι αστυνομικές αρχές είχε φύγει για την Ταϊλάνδη με τη σύζυγό του την Παρασκευή 21 Ιουνίου. Την ίδια μέρα έφυγαν από την Ελλάδα και η μητέρα του με τη θεία του, που επίσης εργάζονταν στη χώρα, με προορισμό την Ταϊλάνδη. Οι αστυνομικές αρχές κατονόμασαν ως δράστη τον Πράσερτ Σερτουασάνα, ενώ εξέταζαν και την πιθανότητα συμμετοχής της συζύγου και της μητέρας του στο έγκλημα. Αυτό που δεν ήταν τόσο εύκολο να προσδιοριστεί ήταν το κίνητρο της δολοφονίας, που μάλλον δεν ήταν η κλοπή: Τα κοσμήματα της Ελίζαμπεθ Χρυσαφίδη δεν είχαν κλαπεί, κανένα πολύτιμο ή μη αντικείμενο δεν απουσίαζε από τη βίλα. Δεν βρέθηκε ωστόσο ο χαρτοφύλακας του Χρυσαφίδη, στον οποίο οι συνεργάτες του έλεγαν πως είχε καθημερινά ένα σεβαστό ποσό, που έφτανε το μισό εκατομμύριο δραχμές, μπλοκ επιταγών και διάφορα άλλα πολύτιμα έγγραφα.

Το πιο σκοτεινό σημείο της υπόθεσης βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο μπάτλερ δεν μπορούσε να έχει διαπράξει το έγκλημα χωρίς ένα συνεργό, ο οποίος και αποτέλειωσε το αποτρόπαιο έργο του

Σύμφωνα με την αστυνομία, το κίνητρο του Σερτουασάνα ήταν πιθανότατα να βιάσει την Ελίζαμπεθ ή το ταξικό μίσος που αισθανόταν για την εύπορη οικογένεια των εργοδοτών του. Εξέφρασαν επίσης την υπόνοια ότι πιθανώς οι υπεύθυνοι για τη δολοφονία της οικογένειας ήθελαν να αποσπάσουν κάποιο μυστικό το οποίο πιθανώς γνώριζε ο επιχειρηματίας.

Το πιο σκοτεινό σημείο της υπόθεσης βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο μπάτλερ δεν μπορούσε να έχει διαπράξει το έγκλημα χωρίς ένα συνεργό εκτός των μελών της οικογένειάς του, ο οποίος αποτέλειωσε το αποτρόπαιο έργο του. Ο θάνατος της Χρυσαφίδη υπολογιζόταν να έχει επέλθει την Κυριακή, ενώ ο μπάτλερ και η οικογένειά του είχαν φύγει για την Ταϊλάνδη δύο μέρες νωρίτερα.

H είδηση της τετραπλής δολοφονίας καλύφθηκε ιδιαίτερα και από τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, ενώ οι ελληνικές εφημερίδες αφιέρωναν σελίδες επί σελίδων για τη δραστηριότητα του «σατανικού», όπως τον βάπτισαν, μπάτλερ, γεμάτες από ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και φήμες για συνεργούς, που ωστόσο δεν επαληθεύθηκαν ποτέ. Όπως ποτέ δεν συνελήφθη και ο Ταϊλανδός μπάτλερ, παρότι καταζητείται μέχρι σήμερα από την Ιντερπόλ…

Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία, οι αστυνομικές αρχές είχαν καταφέρει ελάχιστα στην προσπάθειά τους να συνεργαστούν με τις αρχές της Ταϊλάνδης, που δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να βοηθήσουν. Το 1995, ο αρμόδιος ανακριτής που διερευνούσε την υπόθεση δέχθηκε την επίσκεψη δεκαμελούς επιτροπής των αρχών της Ταϊλάνδης, οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, είχαν εντοπίσει τα ίχνη του μπάτλερ.

Η επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από οχτώ ανώτερους αξιωματικούς της αστυνομίας της Ταϊλάνδης και δύο ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς, συνάντησε το 18ο τακτικό ανακριτή, από τον οποίο ζήτησε και έλαβε αντίγραφο της πολυσέλιδης δικογραφίας της υπόθεσης, προκειμένου να τη μελετήσει και να αποφασίσει αν τελικά ο 30χρονος μπάτλερ, ο οποίος ζούσε στην Ταϊλάνδη, θα διωκόταν ποινικά και θα παραπεμπόταν στη δικαιοσύνη. Η χώρα μας όμως δεν είχε υπογράψει συμφωνία δικαστικής συνδρομής με την Ταϊλάνδη και επομένως δεν ήταν δυνατή η έκδοση του Πράσερτ Σερτουασάνα στην Ελλάδα προκειμένου να δικαστεί για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Η διαδικασία αποδείχθηκε χρονοβόρα και ατελέσφορη…

Με το πέρασμα του χρόνου, η υπόθεση ξεχάστηκε και παρά τις προσπάθειες της ελληνικής αστυνομίας και της Ιντερπόλ, τα ίχνη του Σερτουασάνα χάθηκαν. Απομένει μόνο το φρικτό τέλος της οικογένειας Χρυσαφίδη, για το οποίο δεν έχει λογοδοτήσει κανείς. Όσο για τη βίλα της οδού Θησέως στην Εκάλη, όπου διαπράχθηκε το έγκλημα, γράφτηκε ότι αγοράστηκε από το δημοσιογράφο Γιώργο Τράγκα, ο οποίος σε τηλεφωνική μας επικοινωνία είχε αρνηθεί κάτι τέτοιο, τονίζοντας ότι έχει κινήσει νομική διαδικασία εναντίον εκείνων που διαδίδουν αυτή την ψευδή, όπως την χαρακτήρισε είδηση, που όμως αργότερα θα επιβεβαιωνόταν.

SHARE THE STORY