Υπόθεση Νάσιουτζικ: Το δικαστικό θρίλερ που συγκλόνισε την Ελλάδα των 80’s

Aν η Γαλλία είχε συγκλονιστεί από την περίφημη υπόθεση Ντρέιφους, στην Ελλάδα αντίστοιχης σημασίας, όσον αφορά το ενδιαφέρον του Τύπου και του κοινού ήταν η υπόθεση του Αθανάσιου Νάσιουτζικ, που απασχόλησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ελληνική κοινωνία για χρόνια.

Μια από τις πιο πολυσυζητημένες δικαστικές υποθέσεις στην Ελλάδα, όπως παρουσιάστηκε από το περιοδικό Life&Style το 2010, από το αρχείο του Elena’s Diary:

Aν η Γαλλία είχε συγκλονιστεί στις αρχές του 20ού αιώνα από την περίφημη υπόθεση Ντρέιφους, ένα μεγάλο δικαστικό δράμα στο οποίο πήραν θέση όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας, όπως ο Εμίλ Ζολά, που έγραψε το δριμύ «J’ accuse» του, ενώ οι πολίτες αντέδρασαν με εξίσου έντονο συναισθηματισμό, στρεφόμενοι πρώτα κατά και κατόπιν υπέρ του κατηγορούμενου για προδοσία Ντρέιφους, στην Ελλάδα αντίστοιχης σημασίας, όσον αφορά το ενδιαφέρον του Τύπου και του κοινού ήταν η υπόθεση του Αθανάσιου Νάσιουτζικ, που απασχόλησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ελληνική κοινωνία για χρόνια.

Η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο, όταν η κόρη του συγγραφέα, Παυλίνα Νάσιουτζικ, έγραψε το βιβλίο «Τόση λίγη αλήθεια», εκθέτοντας στο κοινό το πώς βίωσε η ίδια εκ των έσω το μεγάλο αυτό δικαστικό δράμα. Όλα ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1984, όταν το πρωινό της 24ης του μήνα μία πολυκατοικία επί της οδού Διδότου στο Κολωνάκι γέμισε από αστυνομικούς και κόσμο. Σε διαμέρισμα του κτιρίου είχε βρεθεί νεκρός ο 73χρονος λογοτέχνης και έμπορος Θανάσης Διαμαντόπουλος. Το Κολωνάκι, παραδοσιακά χώρος συνάντησης και κατοικίας μερίδας της οικονομικής ελίτ, πάγωσε από την αγριότητα του εγκλήματος. Οι εφημερίδες έγραφαν για το πώς το θύμα είχε βρεθεί μέσα σε ένα ποτάμι αίματος, χτυπημένο στο κεφάλι με ένα σφυρί. Οι πρώτες ιατροδικαστικές εκτιμήσεις μιλούσαν για 94 σφυριές στο κρανίο…

Η δημοσιογράφος που έμενε σε διαμέρισμα κάτω από αυτό του Διαμαντόπουλου, ισχυριζόταν πως ξύπνησε από το θόρυβο έντονης λογομαχίας, μέσα από την οποία διέκρινε μία φωνή να παρακαλά «μη Θανάση…»

Ο Τύπος της εποχής αφιέρωσε αμέτρητες σελίδες σε όλες τις πλευρές της υπόθεσης.

Το διαμέρισμα του θύματος δεν είχε βρεθεί αναστατωμένο, αποκλείοντας έτσι το κίνητρο της ληστείας. Η ταυτότητα του δολοφόνου; Άγνωστη. Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, μόνο αυτήκοες. Μια δημοσιογράφος, η Βένια Γονατοπούλου, που έμενε σε διαμέρισμα κάτω από αυτό του Διαμαντόπουλου, ισχυριζόταν πως ξύπνησε από το θόρυβο έντονης λογομαχίας, μέσα από την οποία διέκρινε μία φωνή να παρακαλά «μη Θανάση…», όπως κατέθεσε αργότερα. Τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία η Αστυνομία μάταια αναζητούσε κάποιον ύποπτο στις τάξεις του υποκόσμου.

Ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ συνομιλεί με τους συνηγόρους του. Εκτός από τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, στο πλευρό του στάθηκαν και οι νομικοί Αντώνης Φούσσας, Νικόλαος Ανδρουλάκης και Αριστείδης Οικονομίδης.

Σε ένα σημειωματάριο του θύματος βρήκε το μοναδικό «Θανάση» που φαίνεται ότι γνώριζε το θύμα. Ήταν ο πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθανάσιος Νάσιουτζικ. Λίγες ημέρες αργότερα, ο γιος του θύματος, Παναγιώτης Διαμαντόπουλος, κατέθεσε μήνυση εναντίον του, κατηγορώντας τον για τη δολοφονία του πατέρα του. Δεύτερο μεγάλο σοκ: Καλλιεργημένος και ήπιων τόνων, ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ ανήκε στον πνευματικό κόσμο της χώρας, έχαιρε σεβασμού, καθώς είχε υπάρξει αγωνιστής της ΕΠΟΝ στα χρόνια της Κατοχής, με δράση στον εμφύλιο πόλεμο, και ήταν πολίτης υπεράνω υποψίας.

Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, πατέρας δύο κοριτσιών, για ποιο λόγο να είναι ο θύτης αυτού του στυγερού εγκλήματος; Η αντίδραση του Νάσιουτζικ ήταν άμεση. Κάλεσε σε συνέντευξη Τύπου στο σπίτι του δημοσιογράφους και υποστήριξε την αθωότητά του. Δείχνοντας τα χέρια του που έτρεμαν, ρώτησε τους παριστάμενους εκπροσώπους του Τύπου πώς είναι δυνατόν να έχει διαπράξει εκείνος τη δολοφονία.

Ένα ερώτημα που όμως γύρισε μπούμερανγκ εναντίον του. Σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή, το άτομο που είχε τελέσει το έγκλημα δεν ήταν μεγάλης σωματικής ρώμης, αντίθετα ήταν μάλλον αδύναμο. Έτσι δικαιολογούνταν και τα πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο, από την αδυναμία του να φέρει ένα και οριστικό… Καθώς η αστυνομική έρευνα συνεχιζόταν, τα σύννεφα ολοένα και μαζεύονταν πάνω από τον Νάσιουτζικ. Όπως θα εξηγούσε ο ίδιος αργότερα, αισθανόταν ότι βρισκόταν σε αδιέξοδο και πως αν και αθώος είχε πλέον στοχοποιηθεί.

Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες της δίκης, με την Παυλίνα Νάσιουτζικ στο πλευρό του πατέρα της και τη μητέρα της σε δεύτερο πλάνο.

Πραγματοποίησε λοιπόν μια απόπειρα αυτοκτονίας, χωρίς όμως επιτυχία. Τον Απρίλιο του 1985 κρίθηκε προφυλακιστέος και παρέμεινε έγκλειστος για ένα χρόνο μέχρι την τέλεση της δίκης, ένα χρόνο αργότερα. Εφημερίδες και κοινό περίμεναν την εκδίκαση της υπόθεσης με μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ μεγάλη μερίδα του Τύπου έμοιαζε να έχει βγάλει ήδη τα συμπεράσματά της.

Ο Νάσιουτζικ, παρά το αριστερό του παρελθόν, ανήκε στην οικονομική ελίτ της χώρας. Η δράση του για την ΕΠΟΝ και η κατοπινή του φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αλβανία μετρούσαν για κάποιους λιγότερο από την καταγωγή του και τη μεγάλη οικονομική άνεση της οικογένειάς του, οι ρίζες της οποίας ανατρέχουν στις τάξεις των μεγαλοτσιφλικάδων του βορρά. Ο ίδιος επέλεξε για δικηγόρο του τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με πολιτική αγωγή το μεγάλο του αντίπαλο στις δικαστικές αίθουσες και κατοπινό πρόεδρο του Συνασπισμού, Νίκο Κωνσταντόπουλο.

Η μάρτυς κατηγορίας, Βένια Γονατοπούλου.

Η υπόθεση είχε πάρει ήδη πολιτική χροιά, κάτι που στη συνέχεια θα εντεινόταν ακόμη περισσότερο. Κύρια μάρτυς κατηγορίας ήταν η γειτόνισσα του Αθανάσιου Διαμαντόπουλου και δημοσιογράφος Βένια Γονατοπούλου, η οποία μιλούσε για τις κραυγές ικεσίας του θύματος, αλλά και για μια άλλη βραχνή και υπόκωφη φωνή, που ακούστηκε μέσα από το φωταγωγό να λέει «εσύ φταις για όλα».

Η μάρτυς κατέθεσε ότι η φωνή θύμιζε αυτήν του Νάσιουτζικ. Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε πως η φωνή που εκλιπαρούσε «μη Θανάση» δεν άνηκε στο θύμα, αλλά στο θύτη, που παρακαλούσε με αγωνία για κάτι το θύμα… Σύμφωνα με την υπεράσπιση, ο Νάσιουτζικ το πρωινό εκείνης της ημέρας έφυγε από το σπίτι του στις 8:20 και πήγε κατευθείαν στην Εταιρία Λογοτεχνών. Καθώς το έγκλημα είχε διαπραχθεί πριν από τις εννιά το πρωί, ήταν δυνατόν να προλάβει να φτάσει στο Κολωνάκι μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Μια γειτόνισσα του κατηγορούμενου κατέθεσε ότι ο κηπουρός που εκτελούσε και χρέη θυρωρού τής είπε πως είχε μιλήσει με τον Νάσιουτζικ το πρωινό του φόνου.

Ο ίδιος ο κηπουρός την διέψευσε, ωστόσο… Για κάποιους σημαντικότερη ένδειξη από την αδυναμία του Νάσιουτζικ να εδραιώσει άλλοθι ήταν η έλλειψη ισχυρού κινήτρου. Παρότι αποκαλύφθηκε πως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και το θύμα τού είχε δανείσει πενήντα λίρες το καλοκαίρι του ’84, μια τέτοια αντιδικία δεν μπορούσε να αποτελεί κίνητρο για ένα τόσο απεχθές έγκλημα.Αργότερα, η πολιτική αγωγή θα υποστήριζε πως το κίνητρο ήταν η αντιπαλότητα που είχαν θύμα και κατηγορούμενος στους κόλπους της Εταιρίας Λογοτεχνών και πως ο Νάσιουτζικ φθονούσε τον Διαμαντόπουλο.

Oι συνήγοροι υπεράσπισης έστρεψαν την προσοχή στο βίο του θύματος, υποστηρίζοντας πως είχε δολοφονηθεί από κάποιον ερωτικό σύντροφο, κάνοντας τις εφημερίδες να γράφουν πως αντί του Νάσιουτζικ στην αίθουσα του δικαστηρίου δικαζόταν το θύμα…

Σημαντικά στοιχεία για το δικαστήριο αποτελούσαν η τσάντα που φέρεται ότι είχε μαζί εκείνη την ημέρα ο Νάσιουτζικ, η οποία λογικά θα έπρεπε να είχε λερωθεί από αίμα, καθώς και το ότι λίγο μετά το έγκλημα έσπευσε να κουρευτεί, για να αλλάξει την εμφάνισή του. Όπως γράφουν στο βιβλίο τους «Ιστορίες από τη Μηχανή του Χρόνου» ο Χρίστος Βασιλόπουλος και ο Δημήτρης Πετρόπουλος, η τσάντα που προσκόμισε στο δικαστήριο ο Νάσιουτζικ, σύμφωνα με τη γραμματέα της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, δεν ήταν η ίδια με την οποία εμφανίστηκε εκείνη τη μέρα. Το ζήτημα του κουρέματος ωστόσο ήταν μάλλον προβληματικό.

Ο κατηγορούμενος ήταν σχεδόν φαλακρός, οπότε καμία κομμωτική παρέμβαση δεν θα μπορούσε να μεταβάλει την εξωτερική του εμφάνιση. Η ένταση στην αίθουσα του δικαστηρίου ολοένα και μεγάλωνε, καθώς ο εισαγγελέας απειλούσε τους μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορούμενου με δίωξη για ψευδορκία, ενώ οι συνήγοροί του έστρεφαν την προσοχή στο βίο του θύματος, υποστηρίζοντας πως είχε δολοφονηθεί από κάποιον ερωτικό σύντροφο, κάνοντας τις εφημερίδες να γράφουν πως αντί του Νάσιουτζικ στην αίθουσα του δικαστηρίου δικαζόταν το θύμα…

Ο ίδιος ο κατηγορούμενος θα υποστήριζε πως ο Τύπος μεροληπτούσε εναντίον του, ενώ οι συνήγοροί του υποστήριζαν πως στην υπόθεση δεν είχαν ληφθεί υπόψη το αποτύπωμα του πέλματος που βρέθηκε στο διαμέρισμα καθώς και οι τρίχες που βρέθηκαν στο χέρι του δολοφονηθέντος. Ο Νάσιουτζικ είχε στο πλευρό του μεγάλη μερίδα του πνευματικού κόσμου, που έσπευσε να τον υπερασπιστεί, όχι μόνο στις αίθουσες του δικαστηρίου.

Μετά την αθώωσή του στο Εφετείο, ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ περικυκλώνεται από δημοσιογράφους.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης θα τον υπερασπιζόταν μέσα από άρθρα του στην εφημερίδα Έθνος. Κατά το δημοσιογράφο, οι λαϊκές μάζες αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τον Νάσιουτζικ, όπως και εν γένει την τάξη στην οποία ανήκε, τις ανώτερες σφαίρες της κοινωνίας. Αναμειγνύοντας αυτή τη δυσπιστία με το φθόνο για το υψηλό επίπεδο διαβίωσης, ο δημοσιογράφος συγκέντρωσε την υπεράσπισή του στο βιβλίο «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου». Όταν ήρθε η ώρα της ετυμηγορίας, αυτή ήταν καταπέλτης. Με ψήφους έξι εναντίον μίας ο Νάσιουτζικ καταδικάστηκε ισόβια και οδηγήθηκε στη φυλακή. Τρία χρόνια αργότερα όμως στο Εφετείο τα πράγματα άλλαξαν. Αυτήν τη φορά ο Νάσιουτζικ κηρύχθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών. «Εγώ θα βρω τον αληθινό δολοφόνο», δήλωσε ο ίδιος και χάθηκε στην αγκαλιά της οικογένειάς του. O γιος του θύματος, όμως, ζήτησε αναίρεση της απόφασης, η οποία έγινε δεκτή παρά τις διαμαρτυρίες των συνηγόρων του.

Ο Νάσιουτζικ δικάστηκε ξανά και αθωώθηκε πάλι, όμως και αυτή η απόφαση αναιρέθηκε. Έτσι, ο Νάσιουτζικ κλήθηκε να επιστρέψει στις φυλακές. Αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Για ενάμιση χρόνο τα ίχνη του χάθηκαν. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, είχε διαφύγει στο Παρίσι, όπου κρυβόταν με τη βοήθεια του καλού του φίλου, συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλου. Καταζητούμενος από την Ιντερπόλ, ο Νάσιουτζικ δεν σκόπευε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην παρανομία. Αντίθετα επέστρεψε στην Ελλάδα και εμφανίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μέλη του Εφετείου, δηλώνοντας πως μοναδικός του στόχος ήταν να αποφύγει τη φυλακή, όχι όμως και τη δίκη του. Το τελευταίο αυτό εφετείο τον καταδίκασε σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση. Η ηλικία του όμως ήταν προχωρημένη και έτσι, έπειτα από μερικούς μήνες ήταν ελεύθερος.

Ανακουφισμένος ανάμεσα στις δύο κόρες του μετά την αθώωσή του.

Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του αφοσιωμένος στα παιδιά και τα εγγόνια του. Η ιστορία όμως πάντοτε απασχολεί την κοινή γνώμη. Η έκδοση του μυθιστορήματος της Παυλίνας Νάσιουτζικ την επανέφερε στην επικαιρότητα από μια άλλη, ανθρώπινη και συναισθηματική σκοπιά, ενώ εκπομπές όπως η «Μηχανή του χρόνου» πραγματοποίησαν ενδελεχή αφιερώματα, ξαναφέρνοντας στο φως πολλές άγνωστες και αμφιλεγόμενες πτυχές της υπόθεσης. Μέχρι σήμερα, για κάποιους είναι οι δύο αθωωτικές αποφάσεις εκείνες που μετρούν περισσότερο, αποδεικνύοντας ότι ο Νάσιουτζικ ήταν όντως θύμα της ελληνικής δικαιοσύνης και της κοινής γνώμης. Για κάποιους άλλους βέβαια, οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την ενοχή του…

Μέρος της εικονογράφησης και στοιχεία από το ρεπορτάζ για το θέμα προέρχονται από το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» των Χρίστου Βασιλόπουλου και Δημήτρη Πετρόπουλου, εκδόσεις “Πατάκη”. 

SHARE THE STORY