Γρηγόρης Βαλτινός: «Αν σταματήσω το θέατρο, θα γεράσω»

Μία από τις πιο γοητευτικές προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, ο Γρηγόρης Βαλτινός, επιστρέφει μετά από καιρό στην τηλεόραση ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στο Famagusta του MEGA και μας ανοίγει το "στρατηγείο" του και την καρδιά του...

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΡΑΣΑΓΑΚΗ VIDEO ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΣΤΡΑΚΗΣ GROOMING ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΓΕΝΤΗ

Όταν τελειώνει μία συνέντευξη με τον Γρηγόρη Βαλτινό, χαμογελάς σαν ερωτευμένη, σαν να έχεις πάρει μία γερή δόση θετικής ενέργειας, σαν να βρίσκεσαι για μέρες κάτω από τη μαγεία του. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Είναι αυτά που λέει. Ο τρόπος που τα λέει. Το ανυπέρβλητο χιούμορ του, η φωτεινή γοητεία της καλοσύνης του και η έμφυτη ευγένεια που είναι ο τρόπος ζωής του. Η προσωπικότητά του σφραγίστηκε από το θέατρο όσο και εκείνος έχει σφραγίσει το θέατρο. Μάλλον το όνομά του είναι συνώνυμο της τέχνης του.

Βρεθήκαμε στο στρατηγείο του, στο βασίλειο του –θα έλεγα και ησυχαστήριο αλλά εκείνος δεν ησυχάζει ποτέ- στο γραφείο του, γεμάτο βιβλία, φωτογραφίες και ιδέες να υπερίπτανται μεταφυσικά από πάνω μας μέχρι να τις συλλάβει με ακρίβεια το ευφυές μυαλό του.

Μιλήσαμε για τον ρόλο του ως Μακάριος στο Famagusta στο MEGA, για την παράσταση Da που ανέβασε για δεύτερη χρονιά με τεράστια επιτυχία και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, και τώρα πάλι στην Αθήνα στο Θέατρο Ιλίσια για λίγες παραστάσεις ακόμα. Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, γιατί δεν έκανε κινηματογράφο, γιατί δεν σταματάει ποτέ να δουλεύει, γιατί αγαπάει αυτή τη δουλειά αλλά και για κάποιες από τις πολύ σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Χορν, ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης… αλλά και ο Paul Newman, που έχει συνδεθεί, και οι φωτογραφίες τους στον τοίχο ξετυλίγουν ιστορίες…

 Φέτος είναι μια χρονιά που κάνετε πολλά…

Είναι μια ευτυχισμένη, ευλογημένη περίοδος για μένα, γιατί παίζω ένα από τα πιο αγαπημένα έργα της ζωής μου, της πορείας μου. Ένα έργο που μου φέρνει καθημερινά τον πιο αγαπημένο άνθρωπο της ζωής μου, που ήταν η μητέρα μου, πάνω στη σκηνή, δίπλα μου. Είναι η πρώτη φορά που ταυτίζομαι με τη μητέρα μου, γιατί ο Da έχει ακριβώς τον δικό της χαρακτήρα. Έχει τη δική της ψυχή.

Και μετά από πολύ καιρό, τηλεόραση  αλλά για πρώτη φορά, σειρά-ντοκουμέντο, το Famagusta με έναν συναρπαστικό ρόλο που στηρίζεται στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα γύρω από τη ζωή του Μακάριου. Είναι εξαιρετικά προκλητικό, γιατί ζωντανεύεις έναν άνθρωπο, για τον οποίο υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές, ντοκουμέντα ιστορικά, φωτογραφίες, βίντεο, συνεντεύξεις, γεγονότα που ακόμα είναι υπό αμφισβήτηση και διχάζουν τον κόσμο.

Αυτό, βέβαια, για έναν ερμηνευτή, για έναν σκηνοθέτη όπως ο Αντρέας Γεωργίου και για μία σεναριογράφο όπως η Βάνα Δημητρίου, είναι εξαιρετικό με την έννοια ότι μας δίνει περιθώριο, να αφήσουμε επιλογές στον θεατή. Γιατί εκείνο που πρέπει να κάνει έναν καλό έργο, είναι να ανοίγει παράθυρα για να ξανασκύψουμε πάνω στο γεγονός.

Η προσωπικότητα του Μακάριου, τι σας έχει αφήσει και πού έχετε εστιάσει στην προσωπικότητά του επάνω ως ηθοποιός;

Ήρθα πολύ κοντά στον χαρακτήρα και την ψυχολογία ενός ηγέτη, γιατί έβαλα στον επεξεργαστή του εγκεφάλου μου, όλα τα δεδομένα της εποχής, τα οποία πρέπει να βγαίνουν στο πρόσωπο και στα μάτια μου, και κατάλαβα πόσο δύσκολο και τραγικό είναι, σε τόσο επικίνδυνες ιστορικές περιόδους, ένας άνθρωπος να πρέπει να πάρει αποφάσεις. Αυτό σε μένα έπρεπε να βγαίνει στην ερμηνεία μου. Ο Μακάριος δεν ήταν αλάθητος, αλλά λάθη κάνει όποιος πράττει. Μόνον αυτός που δεν συμμετέχει στη ζωή, δεν κάνει λάθη αλλά ο Μακάριος ήταν σε μία τραγική περίοδο, κυρίως για την Κύπρο και δευτερευόντως για την Ελλάδα και ήταν αδύνατο να μην κάνει λάθος.

Ποιο είναι το κριτήριο που επιλέγετε να συμμετάσχετε σε μία σειρά ή να ανεβάσετε ένα έργο;

Το συναίσθημα, η συγκίνηση, το κοινό. Θέλω να με συγκινήσει, κάτι να με δονεί. Αναρωτιέμαι πάντα πόσο χρήσιμο, ωφέλιμο θα είναι ένα έργο, μια σειρά για το κοινό. Πάντα ο στόχος είναι το κοινό. Έτσι συμμετείχα στο Famagusta. Έτσι ανέβασα και το Da. Πόσα πράγματα έχουν να πουν στη σημερινή εποχή; Το Da, ας πούμε, έχει να πει για τη μεγάλη ανάγκη που έχουμε όλοι από την αγκαλιά, την αγάπη, την καλοσύνη και το πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε με τους ανθρώπους γύρω μας και κυρίως βεβαίως με τα παιδιά μας γιατί θα μας κουβαλάνε για πάντα. Είτε σαν ευεργέτημα είτε σαν τραύμα.

Φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη

Εσείς ως παιδί πώς μεγαλώσατε;

Εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Η μαμά είναι από την Ξάνθη και ο μπαμπάς είναι από ένα χωριό της Κατερίνης, τον Καταχά. Γεννήθηκα, λοιπόν, στη πρωτεύουσα της Βορείου Ελλάδος, δεν έζησα καθόλου μικρός εκεί γιατί οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν ενός έτους και η μαμά με πήρε στην Ξάνθη.

Δεν είχα καμία επαφή με τον μπαμπά μέχρι τα είκοσι μου χρόνια γιατί έφυγε στην Αμερική, έκανε άλλη οικογένεια και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Τον είδα πρώτη φορά είκοσι χρονών. Μεγάλωσα λοιπόν με τη μαμά, η οποία ήταν τα πάντα: και μπαμπάς και μαμά και φίλη. Αργότερα όταν ενηλικιώθηκα, ήταν και συμπαραστάτρια και συνένοχη.

Συνένοχη σε τι;

Στο ότι μπήκα, εγώ πήγα στη δραματική σχολή του Εθνικού αλλά στον πατριό μου, λέγαμε ότι θα πάω στη νομική, ότι μετά μπήκα σε μία κάποια σχολή τέχνης και όταν ρώτησε διευκρινίσεις για τι δουλειά θα κάνω, του τα «μάσαγα».  Πού να το εξηγήσω τώρα, ότι αυτό που διάλεξα δεν ήταν δουλειά. Ήταν έρωτας, ήταν η ζωή μου.

Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο σας ερέθισμα για την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός ;

Παλιά στο γυμνάσιο κάναμε Αντιγόνη, Οιδίποδα Τύραννο σαν κείμενα. Το πρώτο ερέθισμα λοιπόν, ήρθε από εκεί. Επιπλέον δεν υπήρχε σχολική γιορτή που να μην έπαιζα. Με έτρωγε ο κ@λος μου (γέλια), γύρναγα σαν την πεταλούδα γύρω από τη φωτιά, ώσπου όλο αυτό εκδηλώθηκε στην τελευταία τάξη του εξατάξιου γυμνασίου, όταν ανέβασα μία παράσταση την οποία τη σκηνοθέτησα κιόλας. Έπαιξα τον πρωταγωνιστικό ρόλο και κόψαμε εισιτήριο βγάζοντας όλα τα λεφτά της τελευταίας εκδρομής μας. Τότε λοιπόν όλοι ήρθαν και μου είπανε ότι πρέπει να ασχοληθώ με το θέατρο. Αυτοί με κατέστρεψαν, αυτοί φταίνε! Και κατέστρεψαν και όλο τον κόσμο που με έχει δει από τότε. (Γέλια). Μπήκα στο Εθνικό θέατρο με υποτροφία  και με άριστα πέρασα στη σχολή του Κουν. Παρέμεινα στο Εθνικό γιατί ήθελα μία πιο ακαδημαϊκή μόρφωση γύρω από το θέατρο και αυτό μου την παρείχε το Εθνικό θέατρο.

Το Βαλτινός δεν είναι το όνομα, με το οποίο γεννηθήκατε…

Όχι. Το κανονικό μου όνομα είναι Ιωακειμίδης. Όταν όμως βγήκα εγώ στο θέατρο, υπήρχε ο Δημήτρης ο Ιωακειμίδης, ένας ηθοποιός με 30 χρόνια καριέρα πριν από μένα. Από σεβασμό και μόνο το άλλαξα. Έπρεπε να πάρω, λοιπόν ένα επίθετο που να μου είναι αρκετά οικείο. Επάνω, στο χωριό μου, τα Μάλγαρα, καλλιεργούν ρύζια, είναι βαλτοτόπια έτσι πήρα λοιπόν το Βαλτινός που είναι της περιοχής. Το όνομα Γρηγόρης δεν είναι κανενός παππού μου- και αυτό είναι το πιο συγκινητικό- είναι κάποιου θείου, ο οποίος ήταν άκληρος, δεν είχε παιδιά και μου δώσανε το όνομά του για να χαρεί ότι το όνομά του συνεχίζεται.

Κινηματογράφο γιατί δεν κάνατε; 

Τον λατρεύω τον κινηματογράφο αλλά οι ταινίες που ήθελα, δεν… με ήθελαν. Έχω άτυχες ερωτικές στιγμές με τον κινηματογράφο αν σκεφτεί κανείς ότι ένα από τα πράγματα που με οδήγησαν και στο θέατρο είναι ότι από 10 χρονών και μέχρι τα 20 ήμουν μηχανικός κινηματογράφου. Υπήρχε ένας καλοκαιρινός κινηματογράφος απέναντι από το σπίτι και ήμουν το παιδί που έκοβε τα φιλιά στις ταινίες γιατί τότε υπήρχε λογοκρισία λόγω Χούντας και έπρεπε να κόβουμε κάποιες σκηνές να τις βάζουμε στα κουτιά και όταν επιστρέφουμε την πομπίνα να τις ξανακολλάμε. Ήμουν το παιδί που έβαζε τα επίκαιρα της εποχής, τα Μίκυ Μάους πριν από την ταινία. Αρκεί να σας πω ότι όταν είδα το Σινεμά ο Παράδεισος, είδα εμένα. Ήταν καρμικό. Ήθελα πάρα πολύ να κάνω σινεμά. Πιστεύω ότι θα κάνω όμως. Έκανα όμως τη σύγχρονη μορφή του που είναι η τηλεόραση και είχα την ευτυχία να κάνω λίγες αλλά πολύ καλές σειρές.

Φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη

Το θέατρο είναι πιο δύσκολο από τον κινηματογράφο; 

Είναι πιο άμεση η έκθεση απέναντι στο κοινό. Φαίνεται δηλαδή η κάθε λεπτομέρεια, αυτή είναι η δυσκολία. Είσαι θεόγυμνος επάνω στη σκηνή και ψυχικά εκτεθειμένο το σώμα σου. Δεν έχεις κοντινό πλάνο, έχεις γενικό πάντα. Εσύ πρέπει να κάνεις τα κοντινά στο κοινό, το οποίο έχει ένα τεράστιο ποσοστό συμμετοχής στην παράσταση, καθορίζει ακόμα και το ρυθμό της παράστασης, το κέφι της… Το κοινό που βλέπει την παράσταση, σου δίνει το βηματισμό σου από τα πρώτα λεπτά.

Πόσο εύκολο σας είναι να είστε ευγενής σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αγένεια;

Η ευγένεια, η αισθητική, η καλοσύνη, η ελαφράδα, το χιούμορ, ομορφαίνουν και στολίζουν τη ζωή. Κι επειδή δεν θέλω να απαιτώ τίποτα από τους άλλους, τα καταθέτω πρώτος εγώ, για να μπορούν να ομορφαίνουν τη ζωή των ανθρώπων, να ανακαλύπτουν την αξία τους, για να μπορούν και αυτοί με τη σειρά τους, έχοντας ευεργετηθεί από αυτά, να νιώσουν την ανάγκη να τα αναμεταδώσουν.

Γι’ αυτό και οι συνάδελφοί σας, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, πέρα από το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, θέλουν να συνεργάζονται μαζί σας… 

Για μένα η μεγαλύτερη αξία σε αυτό που μου λέτε, είναι ότι αυτό γίνεται από δική μου ανάγκη να περνάω εγώ όμορφα. Και γιατί πια, έχει μπει μέσα στο DNA μου ότι το καλό φέρνει καλό και το κακό φέρνει κακό. Είναι μέθοδος ζωής πια.

Το κανονικό μου όνομα είναι Ιωακειμίδης. Όταν όμως βγήκα εγώ στο θέατρο, υπήρχε  ο Δημήτρης ο Ιωακειμίδης, ένας ηθοποιός με  30 χρόνια καριέρα πριν από μένα. Από σεβασμό και μόνο το άλλαξα. Επάνω, στα μέρη μου, στα Μάλγαρα, καλλιεργούν ρύζια σε βαλτοτόπια έτσι πήρα λοιπόν το Βαλτινός που είναι της περιοχής.

Είστε λίγοι όμως οι θιασάρχες που θέλουν οι συνάδελφοί σας να συνεργάζονται. Γιατί και τα νέα παιδιά, νιώθουν κακοποιημένα πολλές φορές, στο χώρο σας.

Νομίζω είμαστε επηρεασμένοι από αυτές τις θλιβερές περιπτώσεις που έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι όλο το θέατρο έτσι. Βεβαίως τους κακόψυχους, κομπλεξικούς, ανασφαλείς που θέλουν να επιβληθούν σε έναν άνθρωπο νεότερο ή πιο αδύναμο με έναν τρόπο βάρβαρο, βάναυσο και φασιστικό, για να νιώσουν αυτοί ανώτεροι, πρέπει να τους απομονώνουμε. Είναι ο μόνος τρόπος να εξουδετερωθούν. Ωστόσο, καμιά φορά τέτοιοι άνθρωποι έχουν και δύναμη. Όπως βλέπετε όμως, «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Έχω παρατηρήσει, πάντως, πως όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, όσο γερνάνε, η κακιά τους πλευρά, οι παραξενιές τους μεγεθύνονται και βγαίνουν μπροστά.

Σας τρομάζει αυτό;

Ναι. Πολλές φορές τσεκάρω τον εαυτό μου, αναθεωρώ, κάνω καταμετρήσεις συμπεριφοράς, συνηθειών να δω μήπως έχω ξεφύγει και δεν το έχω πάρει χαμπάρι. Δεν θέλω να πληγώνω τους ανθρώπους επειδή πιστεύω ότι αυτό τους σκληραίνει. Και δεν θέλω να αυξάνονται αυτοί οι άνθρωποι.

Αυτό το υπόγειο χιούμορ, το τόσο δικό σας, το είχατε πάντα είναι κάτι το οποίο σμιλεύτηκε με τα χρόνια;

Είναι στο DNA μου. Το κατάλαβα όταν γνώρισα τους συγγενείς μου. Είχαν χιούμορ και αυτοί και ο μπαμπάς μου και η μητέρα μου. Ήταν αδύνατο λοιπόν να μην το κληρονομήσω αλλά μου καλλιεργήθηκε πολύ και μέσα στο θέατρο. Μου καλλιεργήθηκε πολύ από τα διαβάσματά μου. Το χιούμορ μου είναι εξαιρετικά αναγκαίο στην καθημερινότητά μου γιατί μου ξορκίζει το κακό και το βάρος της ζωής. Μου ελαφραίνει τη ζωή, με κάνει πιο χαρούμενο, μου γεννάει ενδορφίνες. Είναι ο καταλύτης στην καθημερινότητα. Το καλό χιούμορ το θαυμάζω απεριόριστα στους ανθρώπους. Μου φέρνει δάκρυα συγκίνησης. Γιατί έχει να κάνει με ευφυΐα, γνώση, καλή καρδιά…. Με το πόσο θέλεις να εξοικειωθείς με το κακό και με το θάνατο… Επίσης το χιούμορ νομίζω ότι ανανεώνει τα κύτταρα.

Όπως και η δουλειά που κάνετε…

Εννοείται! Γιατί κάθε καινούργιος ρόλος σου ανανεώνει τα κύτταρα. Βοηθάει και το «ψώνιο» βέβαια. Χωρίς το «ψώνιο» δεν γίνεται θέατρο. Και όταν λέμε «ψώνιο» εννοούμε το καύσιμο.  Το πάθος. Αυτό είναι το «ψώνιο». Είναι το καύσιμό σου για να περνάει η ζωή και να μην νιώθεις το βάρος της. Να μην πατάς. Να υπερίπτασαι της πραγματικότητας, της καθημερινότητας, της φωτιάς. Αυτό λοιπόν το «ψώνιο» στο θέατρο είναι απαραίτητο. Πρέπει να είσαι αχόρταγος για τη ζωή. Να θες να ζήσεις αμέτρητες ζωές μέσα από τους ρόλους. Να σε διακρίνει μία απληστία γύρω από τα θέματα της ψυχής.

Εσάς σάς διακρίνει μία απληστία…   Από τότε που ξεκινήσατε την καριέρα σας, δεν πρέπει να έχετε σταματήσει καθόλου.

Δεν μπορώ να σταματήσω καθόλου. Ειδικά τώρα που μεγαλώνω. Αν σταματήσω, σημαίνει ότι παροπλίζομαι, ότι βγήκα στη σύνταξη, ότι θα γεράσω. Τώρα ωριμάζω ακόμα. Αν δεν κάνω αυτό που κάνω Θα ζω ως «κρέας»;

 Πώς είναι για τους δικούς σας ανθρώπους να ζουν με έναν παθιασμένο καλλιτέχνη;

Είμαι πολύ τυχερός. Έχουν μεγάλη κατανόηση για τις «ασθένειες» μου. Με «γιατροπορεύουνε» πολλές φορές. Είναι όμως και αυστηροί. Δε με θαυμάζουν μόνο, με βελτιώνουν. Με γειώνουν. Και είναι και οι τρεις αυτοί οι άνθρωποι, η γυναίκα μου δηλαδή και τα δυο μου τα παιδιά, το αντίβαρο στην «ψωνάρα» μου. Είναι η ισορροπία μου. Είμαστε μία ζυγαριά. Απ’ τη μία είμαι εγώ κι απ’ την άλλη είναι οι άλλοι τρεις που προσπαθούν να με κρατήσουν στα ίσα. Ούτε να φύγω ψηλά, αλλά ούτε να πέσω και κάτω.

 Τι μπαμπάς είστε;

Νομίζω ότι είμαι πολύ καλός μπαμπάς. Έχοντας βέβαια και κάποιες τύψεις. Γιατί δυστυχώς αυτή η δουλειά έχει πολλές απουσίες από το σπίτι, πολλές ώρες, πολλές αγωνίες, πολλές απαιτήσεις, αλλά δεν έλειψα ποτέ .Ήμουνα πάντα εδώ. Πάντα παρών. Και πάντα με πάρα πολύ αγάπη. Γιατί πρώτα απ’ όλα την έχω ανάγκη εγώ.

Χωρίς το «ψώνιο» δεν γίνεται θέατρο. Και όταν λέμε «ψώνιο» εννοούμε... το καύσιμο.  Το πάθος. Αυτό είναι το «ψώνιο». Είναι το καύσιμό σου για να περνάει η ζωή και να μην νιώθεις το βάρος της.

 Βλέπω όλες αυτές τις φωτογραφίες στους τοίχους του γραφείου σας και θέλω να μιλήσουμε για την ιστορία σας με κάποιους από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαστήκατε, συγχρωτιστήκατε, συναντηθήκατε…

Δημήτρης Χόρν. Θυμάστε κάτι από εκείνον;

Α, μεγάλη ευλογία. Μεγάλη τύχη που τον γνώρισα, που κάναμε παρέα, που κατάλαβα τι σημαίνει αρχοντιά, ποιότητα ωριμότητα, παιδικότητα, υποδόριο, φλεγματικό χιούμορ. Ήταν πολύ ιδιαίτερο άτομο.

Θυμάμαι μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «θα έρθω από το θέατρο να πάμε να φάμε». Κάναμε πρόβα πάνω στη σκηνή, ένα έργο που σκηνοθετούσα εγώ και λέω στους ηθοποιούς «παιδιά, θα έρθει ο Δημήτρης  Χορν, να δει λίγο πρόβα, γιατί μετά θα πάμε να φάμε». Μου λέει ο θίασος, είναι αδύνατον να κάνουμε πρόβα μπροστά στο Χορν, γιατί θα κομπλάρουμε. Μόλις έρθει, σε παρακαλούμε πάρα πολύ να σταματήσουμε.

Εμένα όμως μου έχει πει ο Χορν ότι θέλει να δει λίγο πρόβα. Πώς να του χαλάσω την αγάπη που είχε για την πρόβα για το θέατρο; Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού μου βλέπω ότι μπαίνει η σιλουέτα του στο θέατρο, κάθεται στην τελευταία σειρά, και λέω «δόξα το Θεό, δεν τον είδανε. Θα κάτσει εκεί, θα δει λίγο πρόβα, και μόλις το ανακαλύψουν  θα φύγουμε». Έλα όμως που τον βλέπουν…. «Ήρθε ο κύριος Χορν», φώναξαν. Το ακούει αυτά ο Χορν και για να τους καθησυχάσει λέει χαριτωμένα και με αυτή την υπέροχη φωνή του: «Συνεχίστε, δεν είμαι εδώ, δεν είμαι εδώ» (γέλια).

Γιάννης Ρίτσος;

 Είχα την μεγάλη χαρά, αρκετά χρόνια πριν φύγει, να τον γνωρίσω, να κάνουμε πολλές παρουσιάσεις του έργου του, να διαβάσω μπροστά του πολλές φορές ποιήματά του σε τιμητικές βραδιές και να μου δώσει τα εύσημα του: «Θα ήθελα να διαβάζετε εσείς τα ποίηματά μου, γιατί τα διαβάζετε καταπληκτικά. Σαν εσάς δεν τα διαβάζει κανένας», μου είπε με τη ζεστή φωνή του. Εχω ασχοληθεί πάρα πολύ με την ποίηση, έχω κάνει εκατομμύρια απαγγελίες και την λάτρεψα, την αγάπησα γιατί είχα πολύ καλούς δασκάλους όπως τον Τάσο Λιγνάδη και τον Μιχάλη τον Μερακλή.

Paul Newman;

Έπαιζα τον Οιδίποδα στην Αμερική με το Εθνικό Θέατρο και ήρθε και είδε παράσταση. Εξαιρετικός άνθρωπος. Τρομερά ευγενής, διακριτικός, πράος, σεβαστικός. Ήρθε να δει ελληνική τραγωδία από Έλληνες στη Νέα Υόρκη, στο City Center και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία που φανερώνει μία άσβεστη ανησυχία.

Ήρθε και με είδε στο καμαρίνι ενώ θα μπορούσε να έχει φύγει. Δεν ήξερα ότι είναι στο κοινό. Είναι μια πολύ αστεία ιστορία. Είχε τελειώσει η παράσταση και ήμουν στο καμαρίνι. Μου λένε, «άνοιξε είναι ο Πωλ Νιούμαν απ’ έξω» κι εγώ τους έβριζα νομίζοντας ότι μου κάνουν πλάκα, γιατί είχα και βραδινή παράσταση.  Τους έλεγα, «φύγετε, θα ανοίξω την πόρτα και θα σας πετάξω τα αίματα». Είχα ένα κουβά με «αίμα» που έριχνα στην παράσταση. Και μου έλεγε, ο συνεργάτης μου «αν τα πετάξεις θα λερώσεις και τον κύριο Πωλ Νιουμαν». «Θα ανοίξω αλλά αλίμονο αν μου κάνετε πλάκα», τους λέω. Ανοίγω την πόρτα του καμαρινιού και ήταν ο Πωλ Νιούμαν.

Φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη

Μίκης Θεοδωράκης.  

Ο Μίκης είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στη ζωή μου.  Μέχρι την τελευταία στιγμή είχα τη χαρά να μεγαλώνουν τα παιδιά μου με τα εγγόνια του. Είχα επίσης τη χαρά να έχω μπει πολλά χρόνια πριν στην ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», σαν αφηγητής και σαν τραγουδιστής, να έχω παίξει τη ζωή του στο «Ποιος στη Ζωή Μου» αλλά και το Ζορμπά.

Πήγαινα στο σπίτι, μιλάγαμε ώρες. Ο Μίκης ήταν ένας αιώνιος έφηβος. Με ανησυχίες, με οργή, αλλά και ταυτόχρονα με πραότητα, γνώση, εμπειρίες,  αστείρευτο ταλέντο. Μια μέρα, που πήγαμε να τον δούμε με τον γιο μου το Νικηφόρο, φεύγοντας, μου είχε πει μία φράση που με σφράγισε:  «τι είναι μουσική;» με ρωτάει. Του απαντώ: « Μελωδία». «Όχι», μου λέει, «είναι ρυθμός».

Με προβλημάτισε πολύ καιρό μετά και συνειδητοποίησα ότι για το Μίκη ο ρυθμός παράγει τη μελωδία και παρατηρώντας τον εαυτό μου να παίζει στη σκηνή, είδα ότι παίζω με ρυθμό.

Χρησιμοποιείτε συχνά μία φράση:  «Να γίνεσαι αυτό που είσαι». Είστε εκεί;  

Είμαι αρκετά κοντά εκεί. Αυτή η σκέψη είναι πολύ σπουδαία και για τη ζωή και για την τέχνη. Αν έχετε παρατηρήσει στη ζωή όσο προχωράμε, αφαιρούμε γιατί εκτιμάμε περισσότερο την αξία της ουσίας του πυρήνα, του κέντρου. Τότε συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλα είναι τα απλά πράγματα. Το απλό επιβάλλεται πάρα πολύ δυνατά, πολύ εύκολα, γιατί είναι τόσο αληθινό που δεν χωράει αμφισβήτησης. Όταν λοιπόν έχεις πετάξει όλα τα περιττά  στην υποκριτική σου, τότε νιώθεις ότι είναι η πιο ιδανική στιγμή της τέχνης σου. Το ίδιο συμβαίνει και  στη ζωή. Η τέχνη έχει τεχνική, αλλά και η ζωή έχει τεχνική. Αν καταφέρεις και αντιληφθείς την τεχνική της ζωής, κατακτάς ένα τεράστιο κομμάτι ευτυχίας.

* Ο β’ κύκλος  της σειράς «Famagusta» προβάλλεται κάθε Κυριακή στις 22:40 στο MEGA.

SHARE THE STORY