Το τελευταίο αντίο

Το Life Story του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα του «Ζ» μέσα από δικές του αφηγήσεις.

«Μόνο οι εμπαθείς μπορούν να μείνουν απαθείς» έλεγε ο Βασίλης Βασιλικός. Γνήσια προοδευτικό πνεύμα με ανοιχτούς ορίζοντες, πολυγραφότατος, κοσμοπολίτης,  γενναιόδωρος, ο συγγραφέας που πέθανε σε ηλικία 90 ετών στις 30 Νοεμβρίου είχε μόνο φίλους και έμοιαζε σαν να είχε ζήσει πολλές ζωές μαζί κοντά στην Ελλάδα αλλά και μακριά από αυτήν:  Ξεκινώντας από τον Νοέμβριο του 1933, όταν γεννήθηκε εν πλω ανάμεσα στη Θάσο, όπου ήταν εκλεγμένος βουλευτής ο πατέρας του, και την Καβάλα όπου ζούσαν οι γονείς του μέχρι που ο πόλεμος και η Βουλγαρική κατοχή που ακολούθησε ανάγκασαν την οικογένεια του να μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη.  Θα επέστρεφαν στην Καβάλα, αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.

«Στην αρχή, ήμουν ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα,» είχε πει σε συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα. «Έπαιζα όλη μέρα ποδόσφαιρο κι ασχολούμουνα, γενικότερα, με τον αθλητισμό. Ξαφνικά αρρώστησα.»

Συνάντηση: Ο συγγραφέας με τον Γιώργο Σεφέρη.

“Έπαθα μια ψωρίαση κι άρχισαν να μου πέφτουν τα μαλλιά…Δεν μ’ επηρέασε αυτό καθαυτό το γεγονός. Αλλά ίσως να μ’ επηρέασε το γεγονός ότι χρειάστηκε να κάνω κάποιες ακτινοβολίες για να σταματήσει η ψωρίαση. Ίσως να σας φαίνεται απίστευτο, αλλά δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Πήγαμε από την Kαβάλα στη Δράμα για να κάνω τις απαραίτητες ακτινοβολίες και μετά τις ακτινοβολίες, ξαφνικά εντελώς, μεταμορφώθηκα. Aπ’ εκεί που ήμουν ένα φυσιολογικό παιδί, που αγαπούσε ό,τι κι οι υπόλοιποι συμμαθητές του, έγινα πολύ εσωστρεφής… Kλείστηκα στον εαυτό μου και άλλαξα ζωή. Mπορεί να σταμάτησε κάποια στιγμή η ψωρίαση, αλλά, χωρίς να το θέλει, η επιστήμη με χάλασε ως χαρακτήρα.»

Η στροφή στο γράψιμό έμοιαζε φυσικό επακόλουθο: «Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά βιβλία, ολόκληρη η σειρά του Πάπυρου θυμάμαι, με τους αρχαίους συγγραφείς στο πρωτότυπο και σε μετάφραση» είχε αφηγηθεί ο συγγραφέας στη Μυρτώ Λοβέρδου. «Η μάνα μου διάβαζε πολλή γαλλική λογοτεχνία και οι αγαπημένοι της ήταν ο μυθιστοριογράφος Μωρίς Ντεκομπρά και ο ποιητής Πώλ Ζεραλντύ. Στο πορτοφολάκι της είχε πάντα διπλωμένο σε χειρόγραφο  το «Αν» του Κίπλιγκ. Ο πατέρας μου έγραφε πολιτικά άρθρα στον τοπικό τύπο από το 1926.»

Ήδη το 1949 η εφημερίδα «Μακεδονία» δημοσίευσε ποιήματά του. To καλοκαίρι του 49, 15 χρονών στη Θάσο, έγραψε και το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τα Σιλό», για τα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, το οποίο όμως θα έμενε αρχικά στο συρτάρι.

Το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε, νεότατος, το 1953 είχε τίτλο «Η διήγηση του Ιάσονα», αντλούσε την έμπνευσή του από την αρχαία ελληνική γραμματεία και επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Θύματα Ειρήνης» και κατόπιν έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Νομική της Θεσσαλονίκης ο Βασίλης Βασιλικός έφυγε για την Αμερική όπου  σπούδασε σεναριολογία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και τηλεσκηνοθεσία στη Σχολή της RCA στην Νέα Υόρκη.

Επιστρέφοντας εργάστηκε στον κινηματογράφο, σε Ελληνικές και διεθνείς παραγωγές και συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Έμελλε να γράψει περισσότερα από 110 βιβλία που μεταφράστηκαν σε 33 γλώσσες. Είναι ο περισσότερο μεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Ανάμεσα στα βιβλία του ωστόσο είναι το «Ζ» αυτό που μοιραία ξεχωρίζει. Το 2009 η η αγγλική εφημερίδα The Guardian συμπεριέλαβε μόλις δύο ελληνικά βιβλία στη λίστα με τα 1000 βιβλία που πρέπει όλοι να έχουν διαβάσει: «Το βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη και το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού. Έστω και αν ο ίδιος έχει πει μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι «το «Ζ» δεν ήταν τόσο καλό βιβλίο, έγινε όμως μια πολύ καλή ταινία που βοήθησε την καριέρα του συγγραφέα της.»

Συγκλονισμένος από την υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς, την μετέφερε το 1966 στο χαρτί στο «Ζ» επηρεασμένος από το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπόουτ.

Ο πανεπιστημιακός Πάνος Μουλάς που έκανε την επιμέλεια του «Ζ» του είπε όταν το πρωτοδιάβασε «Βασίλη, καταπληκτικό το βιβλίο. Αλλά θα πας φυλακή».

H πρεμιέρα του “Ζ” στις Κάννες το 1969, με τον Κώστα Γαβρά, την Ειρήνη Παπά και τον Ιβ Μοντάν. (Getty Images/Ideal Image)

Για αυτό τον λόγο προστέθηκε ο υπότιτλος «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» ως ελάχιστο μέτρο προστασίας του συγγραφέα που ούτως ή άλλως είχε αποφασίσει να φύγει από την Ελλάδα και να ζήσει τα χρόνια που ακολούθησαν  κυρίως στο Παρίσι, αυτοεξόριστος.

«Έγραψα για τον δολοφονημένο Λαμπράκη όχι μόνο για να καταγράψω τη στιγμή και την εποχή, αλλά κυρίως για να αποδώσω την ψυχή αυτού του αγωνιστή» θα έλεγε στην εφημερίδα «Η Αυγή». «Μια ψυχή σαν καθαρό νερό, δοσμένη στο ανθρώπινο ιδανικό».

Για τις συνθήκες της φυγής του από την Ελλάδα είχε μιλήσει στον Μανώλη Πιμπλή για «Τα Νέα»: «Έφυγα από την Ελλάδα τέλη του Φλεβάρη του 1967. Είχα μια πρόσκληση για τις ΗΠΑ, όπου δεν πήγα τελικά. Και στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκα θα ξεκινούσα για τη Σουηδία αρχές Απριλίου της ίδιας χρονιάς, καλεσμένος από τον εκδότη μου Βounniers για την παρουσίαση της σουηδικής μετάφρασης της τριλογίας “Το φύλλο – Το πηγάδι – Τ’ αγγέλιασμα”. Τελικά η παρουσίαση μετατέθηκε για τις 15 Απριλίου κι έτσι στις 20 του μηνός, που θα επέστρεφα αεροπορικώς στην Αθήνα, ζήτησα από τον Βounniers, αν γινόταν, να επιστρέψω σιδηροδρομικώς. Δεν είχε καμιά αντίρρηση, όσο κι αν του φάνηκε περίεργο. Μου έδωσε μάλιστα χωρίς να του το ζητήσω τη διαφορά των δύο εισιτηρίων σε κορόνες. Είχα ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στο παράθυρο του τρένου συντονισμένο στον Αμερικανικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων της Γερμανίας, που με αποκοίμιζε ευχάριστα με τη μουσική του, όταν στις 6 το απόγευμα, ακριβώς, πρώτο στις ειδήσεις ήταν το πραξικόπημα στην Αθήνα, που τελείωνε με τη φράση (τη θυμάμαι σαν τώρα και ανατριχιάζω) “everybody circulating after 6 o’clock will be shot”.

«Κατέβηκα στον σταθμό του Μονάχου, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από έλληνες μετανάστες που θα κατέβαιναν στην Ελλάδα για το Πάσχα. Τα σύνορα είχαν κλείσει και δεν μπορούσαν να φύγουν».

«Κάποτε στο Παρίσι ήμασταν στο σπίτι μιας φίλης, υπεύθυνης για τα ξένα βιβλία των εκδόσεων Γκαλιμάρ, ο Κορτάσαρ, ο Λιόσα, ο Μάρκες και εγώ. Δεν ήταν όλοι τότε πολύ γνωστοί. Αυτή μάς πρότεινε να γράψει ο καθένας μια νουβέλα και να εκδοθούν μαζί και μάλιστα ήθελε πρώτος να ξεκινούσα εγώ. Ήμουν ήδη γνωστός από το Ζ. Ηταν οι μέρες που είχαν πιάσει τον φίλο μου Λελούδα, το μυαλό μου ήταν αλλού, ούτε καν το σκέφτηκα. Αργότερα αναρωτήθηκα τι βλακεία έκανα» είχε διηγηθεί στο «Βήμα».

Η μεταφορά του «Ζ» στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά με πρωταγωνιστές την Ειρήνη Παπά τον Ζαν Λουι Τρεντινιάν και τον Υβ Μοντάν έστρεψε ωστόσο ακόμη περισσότερο το βλέμμα της κοινής γνώμης στα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα  επί επταετίας.

«Δεν έμπλεξα με κανένα κόμμα ποτέ. Βέβαια, όταν ο Φίλιππος Ηλιού, περπατώντας δίπλα στον Σηκουάνα, μου πρότεινε να μπω στο ΠΑΜ, δέχτηκα. Μπήκα στην Αριστερά μέσω του Μίμη Δεσποτίδη, όχι μέσω ενός κόμματος. Αυτός εξάλλου είχε επιμείνει να γράψω το Ζ», είχε διηγηθεί στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο  για «Το Βήμα».

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρχισε να γράφει μανιωδώς, εκδίδοντας δεκάδες βιβλία μέσα σε διάστημα λίγων ετών.

«Έχω αδικηθεί σφόδρα από την κριτική γενικά.» είχε πει σε συνέντευξη. «Δεν ισχυρίζομαι ότι τα βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα, είναι καλά. Όμως δεν απασχόλησαν τους αρμόδιους, οι οποίοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε άλλα έργα. Σ’ όλες τις κουλτούρες υπάρχουν “κλειστά κυκλώματα”. Εμείς τα αναπτύξαμε καθ’ υπερβολήν».

«Όλα τα λάθη βέβαια ήταν δικά μου, καθώς γυρίζω στη Μεταπολίτευση και εκδίδω 48 βιβλία σε τρία χρόνια. Τους κατέκλυσα, τους απογοήτευσα, τους απομάκρυνα» είχε πει στο «Το Βήμα».

Πολίτης του κόσμου, ο Βασιλικός θα έφευγε πάλι από την Ελλάδα για να ζήσει σε πρωτεύουσες όπως η Ρώμη και-ξανά- το Παρίσι. Στην Ελλάδα επέστρεψε για λίγο την δεκαετία του 80. Ήταν η εποχή που δεχόταν ένα ισχυρό πολιτικό φλερτ από τον καλό του φίλο Ανδρέα Παπανδρέου που τον διόρισε αναπληρωτή γενικό διευθυντή της ΕΡΤ.

«Δεν βρέθηκα με το ΠΑΣΟΚ. Βρέθηκα με τον φίλο μου Ανδρέα Παπανδρέου.» είχε εξηγήσει στον Δημήτρη Δανίκα. «Ο οποίος μάλιστα πριν από τις εκλογές του 1981 μου πρότεινε το υπουργείο Πολιτισμού κι εγώ του απάντησα ως εξής: “Εγώ θέλω τα τριακόσια υπουργεία Πολιτισμού”. Εκείνος, τότε, με ρώτησε με έκπληξη: “Τι εννοείς;”. Και του είπα: “Τα τριακόσια υπουργεία Πολιτισμού είναι η τηλεόραση”.

«Μόνο η τηλεόραση με ενδιέφερε.» επιβεβαίωσε και στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο . «Έφυγα μετά την τριετή θητεία μου με μια δήλωση αστεία, «για την προσωπική μου ανασυγκρότηση». Στην πράξη έφυγα γιατί του πρότεινα να φέρει την ιδιωτική τηλεόραση. Δεν ήθελε καν να το ακούσει. Πέρα από την ευφυΐα του και τη γνώση του στα οικονομικά, ήταν ο πιο συναισθηματικός άνθρωπος που γνώρισα. Αυτό, το συναισθηματικό, ήταν που τον οδήγησε και σε μεγάλα λάθη»..

Αν και διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 μέχρι το 2023, ο Βασίλης Βασιλικός είχε μεγάλους δισταγμούς όσον αφορά την ενασχόληση με την πολιτική. «Έχω πικρές εμπειρίες από την πολιτική», είχε πει στον Δημήτρη Δανίκα «Από τον πατέρα μου Νίκο Βασιλικό που για έξι μήνες, λίγο πριν την δικτατορία Μεταξά, υπήρξε βουλευτής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μάλιστα μετά τον πόλεμο επανήλθε στην πολιτική με τον Γιώργο Παπανδρέου. Και κάθε φορά, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, που τότε λόγω των ταραγμένων συνθηκών είχαν γίνει πολλές, δεν κατάφερνε να μπει στη Βουλή για ελάχιστους σταυρούς. Έτσι, ως παιδί, πήρα την πολιτική ανάποδα. Το τραύμα ήταν βαθύ. Κι έτσι εκεί γύρω στα 1949 άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο πίσω από τα ψηφοδέλτια του πατέρα μου. Όταν αποτυγχάνεις τόσες πολλές φορές να βγεις βουλευτής, τότε ως παιδί θεωρείς βασικό ένοχο και υπεύθυνο την πολιτική».

Με την κόρη του Ευριδίκη.

Η σχέση που χαρακτήρισε τη ζωή του ήταν με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου με την οποία ήταν παντρεμένοι εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Είχαν αποκτήσει μια κόρη, την Ευρυδίκη. «Η συμβίωση που αριθμεί ήδη 35 χρόνια είναι για την ακρίβεια συζυγία δύο πλανητών που ό,τι τα έλκει είναι η διαφορετικότητά τους» είχε πει για την σύντροφο της ζωής του στην Μυρτώ Λοβέρδου. «Η Βάσω ταγμένη στη Μουσική, εγώ  στο Λόγο. Εκτός από τη Μουσική για τη Μουσική εδώ και 20 χρόνια παλεύει να υλοποιήσει για τη μουσική παιδεία στον τόπο μας τα δύο οράματα της: να αποκτήσει η χώρα μας ένα κτίριο Οπερας ισάξιο με τους σπουδαίους καλλιτέχνες που έχει αναδείξει –πράγμα  που υλοποίησε τελικά το Κ.Π.Ι.Σ.Ν. – και δεύτερο και το σπουδαιότερο γι’ αυτήν να αποκτήσει η χώρα μια «Ακαδημία Λυρικής Τέχνης» που θα φέρει το όνομα «Μαρία Κάλλας», στο κτίριο όπου έζησε νεαρή η Κάλλας, στην Αθήνα. Όσο για την «συμβίωση», είναι αρμονική γιατί και οι δυο δεν έχουμε απωθημένα με την τέχνη μας. Κάναμε από τα νιάτα του ο καθένας αυτό για το οποίο  ένιωθε ταγμένος.

Έζησε πλήρης ημερών μια πλούσια σε εμπειρίες και συναισθήματα ζωή ακριβώς όπως ήθελε. Και ο θάνατος; Είχε πει στον Θανάση Λάλα: «O θάνατος υπάρχει, το κακό είναι ότι ζούμε οι περισσότεροι σαν να πιστεύουμε ότι το πιο σημαντικό αυτού που λέμε «ζωή» είναι ο θάνατος.» Αλλά αυτό μάλλον δεν ίσχυε τελικά για τον Βασίλη Βασιλικό…

SHARE THE STORY