O θρύλος του Μινιόν

Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Αθήνα αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Ανατροφοδοτεί συνάμα τους μύθους της, αναζητώντας έμπνευση. Μπορεί το νέο Μινιόν να κυριαρχήσει στη ζωή της πόλης; Να γίνει τόπος ευεξίας; Η ζωή θα δείξει. Το μέλλον πάντως μαγειρεύεται στο φούρνο του παρόντος, με τα υλικά του παρελθόντος.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΧΩΜΕΝΙΔΗ

Μέχρι πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια στα περίπτερα έβρισκες ό,τι σχεδόν μπορεί να χρειαζόσουν, μέρα ή νύχτα. Από ασπιρίνες μέχρι κορδόνια και βερνίκια παπουτσιών. Από νυχοκόπτες μέχρι ονειροκρίτες. Σκέψου τι θα διέθετε εκείνο το περίπτερο στα Χαυτεία, δυό βήματα από την Πλατεία Ομονοίας, για να έχει γίνει τόσο ξακουστό. «Μινιόν το έλεγαν εξαρχής!», θυμόταν η μάνα μου. «Κάθε φορά που περνούσα από εκεί είχε μεγαλώσει. Είχε απλωθεί κι άλλο στο πεζοδρόμιο…».

Ο ιδιοκτήτης του, ο Γιάννης Γεωργακάς, ενσάρκωνε το ελληνικό όνειρο, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα δεν διέφερε πολύ από το αμερικανικό. Φτωχόπαιδο, μοναχογιός με έξι αδελφές από την Πελοπόννησο, ανέβηκε στην πρωτεύουσα και ρίχτηκε στο μεροκάματο. Μπακαλόγατος, παραγιός σε πρατήριο τσιγάρων ως και βοηθός παπατζή. Διδάχθηκε στην πράξη τα μυστικά της πιάτσας. Τελείωσε το νυχτερινό σχολείο, γράφτηκε στη Φιλοσοφική, πολέμησε στην Αλβανία το ’40. Έστυβε προφανώς την πέτρα. Και ήταν γεννημένος επιχειρηματίας.

Παλιά οι πραματευτές ήταν κάτι πλανόδιοι, περιπετειώδεις τύποι, ιδιαιτέρως ερωτύλοι, άμα πιστέψουμε τον ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη μα και τον Νίκο Ξυλούρη. «Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό, πήρα δρόμους και σοκάκια την αγάπη μου να βρω…». Στη συνέχεια απέκτησαν στέγη. Σε κάθε επαρχιακή πλατεία ξεφύτρωσε ένα «Λίγο Απ’ Όλα», ένα κατάστημα γενικού εμπορίου. Η Αθήνα, ωστόσο, είχε το 1934 οκτακόσιες χιλιάδες πληθυσμό. Πώς θα την άλωνε, εμπορικά, ένας περιπτεράς από χωριό;

Λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ο Γεωργακάς μετακινήθηκε από το κιόσκι στο παρακείμενο κτίριο, στη δεξιά όχθη της Πατησίων. Είχε πλέον στη διάθεσή του βιτρίνες, πάγκους, ράφια. Μπορούσε πλέον να αγοράζει σε τιμές χονδρικής σε μεγάλες ποσότητες και να πουλάει σε λιανικής, σε δελεαστικές τιμές.

«Όχι, το Μινιόν δεν ήταν φτηνό!», με διορθώνει μια ογδονταετής Αθηναία. «Μιλάμε, όμως, για ένα μαγαζί-γιορτή. Είχες μισή ώρα για σκότωμα; Έμπαινες εκεί μέσα και άνοιγε η καρδιά σου. Οι πωλήτριες, κάτι συμπαθέστατα κορίτσια, σε υποδέχονταν με το χαμόγελο. Δεν χρειαζόταν καν να ψωνίσεις. Μπορούσες απλώς να χαζέψεις. Να ανεβοκατέβεις με τις κυλιόμενες σκάλες, πουθενά αλλού δεν είχε τότε στην Ελλάδα. Να πιεις έναν φραπέ, που δεν τον είχαν φέρει ακόμα στα καφενεία. Να νιώσεις, αγναντεύοντας τη θέα από τον τελευταίο όροφο, πως ζεις στην ωραιότερη πόλη του κόσμου…».

Στις μέρες της ακμής του, το Μινιόν απασχολούσε χίλιους υπαλλήλους. Αν και άτεκνος, ο Γεωργακάς αποτελούσε πατρική φιγούρα. Τους επιμόρφωνε σε σεμινάρια, τους πρόσφερε εκδρομές, ενθάρρυνε τα ειδύλλιά τους, τους πάντρευε, τους βάφτιζε τα παιδιά… Η αντίληψη της επιχείρησης-οικογένειας ήταν απολύτως πρωτοπόρα στην εποχή του. Όπως και οι φιξ τιμές που τερμάτισαν το ανατολίτικης νοοτροπίας παζάρεμα του έμπορου με τον πελάτη, και οι ετήσιες εκπτώσεις καθώς και η λίστα γάμου.

Προφανώς ο Γεωργακάς έπαιρνε ιδέες από το εξωτερικό. Το εμβληματικότερο πολυκατάστημα της ηπειρωτικής Ευρώπης λειτούργησε στο Παρίσι το 1889. Ήταν το «Le Bon Marche», το οποίο ενέπνευσε τον Εμίλ Ζολά για να γράψει το μυθιστόρημα «Ο Παράδεισος των Κυριών» που εξακολουθεί να γνωρίζει πιένες σε μορφή τηλεοπτικής σειράς. Ακολούθησαν τα «Galleries Lafayette», επίσης στο Παρίσι και το «Rinascente» στο Μιλάνο… Στο Λονδίνο υπήρχε από το 1849 το «Harrods», όταν σε απόσταση αναπνοής από τη δική μας Πλατεία Ομονοίας σαλαγούσαν πρόβατα. Δοθείσης της ιστορικής μας καθυστέρησης, το γεγονός πως το Μινιόν έφτασε στην ενδέκατη θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη πολυκαταστημάτων, συνιστά θρίαμβο.

Ομφαλός, θησαυρός της πυρηνικής οικογένειας είναι το παιδί. Βγάζουν την μπουκιά από το στόμα τους γονείς και παππούδες για να το ταΐσουν. Ο Γεωργακάς το συνειδητοποίησε πλήρως και του επεφύλαξε αντιμετώπιση πριγκιπόπουλου. Στο Μινιόν για αποκριάτικα. Στο Μινιόν για σχολικές ποδιές – περήφανα διαφημιζόταν πως τις είχε σχεδιάσει ο μέγας μόδιστρος Γιάννης Τσεκλένης. Στο Μινιόν για να φωτογραφηθούμε στην αγκαλιά του Άγιου Βασίλη.

Προσωπικά πόζαρα μουτρωμένος. Εκείνοι οι Αηβασίληδες -μεταμφιεσμένοι εμποροϋπάλληλοι; άνεργοι ηθοποιοί; σίγουρα πάντως όχι από την Καισάρεια- καθόλου δεν μου γέμιζαν το μάτι. Πιθανόν οι γιορτές γενικά, με την ψυχαναγκαστική χαρά τους, να μού προξενούσαν κάποια υποδόρεια μελαγχολία. Θυμάμαι μία προπαραμονή Χριστουγέννων να περιφερόμαστε στο Μινιόν διαγκωνιζόμενοι με χιλιάδες άλλους, με τις πλαστικές σακκούλες να μας γδέρνουν τα χέρια. Οι μόνες χαλαρές -άρα ενδιαφέρουσες- φάτσες μού είχαν φανεί κάτι τύποι που άραζαν καπνίζοντας στην καφετέρια. Πολλά χρόνια αργότερα κάποιος με πληροφόρησε ότι η καφετέρια του Μινιόν ήταν προσφιλέστατη στους ομοφυλόφιλους – εκεί συναντιόντουσαν άμα δεν γούσταραν το ημίφως του απέναντι πορνοσινεμά «Αλάσκα». Έβλεπες ασφαλώς και αρραβωνιάρηδες και φαντάρους -αδειούχους αλλά εν στολή- να περιμένουν στο πεζοδρόμιο της Πατησίων τις νεαρές πωλήτριες…

Δημοκράτης μέχρι το μεδούλι ο Γιάννης Γεωργακάς, πρόσφερε άσυλο στους φοιτητές που ξεχύθηκαν από το Πολυτεχνείο, όταν τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973 εισέβαλε το τανκ. Τους έντυσε μάλιστα, λένε, για το ξεκάρφωμα με φόρμες του προσωπικού του.

Επτά χρόνια αργότερα, η δηλητηριώδης απόφυση της εξεγερμένης νεολαίας, η τρομοκρατία, θα απέβαινε μοιραία για το Μινιόν. Εμπρηστικοί μηχανισμοί είχαν τοποθετηθεί και στον γειτονικό Κατράντζο, στην αρχή της Σταδίου. Στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, αμφότερα τα πολυκαταστήματα λαμπάδιασαν. Ώς το πρωί ο Κατράντζος είχε καταρρεύσει εντελώς. Από το κτίριο του Μινιόν έμενε μόνο ο σκελετός από μπετόν-αρμέ. Την ευθύνη ανέλαβε μια πρωτοεμφανιζόμενη -και θνησιγενής- οργάνωση, ο «Οκτώβρης 80». Συνελήφθησαν ως ύποπτες δύο αδελφές Τσαγκαράκη, η μία με μεγάλα προβλήματα όρασης. Αφέθηκαν ελεύθερες. Κανείς δεν προσήχθη σε δίκη ποτέ.

Πώς είναι να ορφανεύεις από όνειρο ζωής στα εξηνταεφτά σου; Ο Γιάννης Γεωργακάς δεν το έβαλε κάτω. Πίεσε παντί τρόπω τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και τον διάδοχό του Ανδρέα Παπανδρέου να σταθούν αρωγοί στην ανάσταση του Μινιόν. Τους επεσήμανε πως δεν επρόκειτο για υπόθεση ενός ανθρώπου, μίας μεγάλης έστω επιχείρησης, ότι η καταστροφή έπληττε μια αλυσίδα χονδρεμπόρων προμηθευτών. Ο αγώνας του δεν τελεσφόρησε ουσιαστικά. Πέθανε το 2002 με το παράπονο.

Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Αθήνα αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Ανατροφοδοτεί συνάμα τους μύθους της, αναζητώντας έμπνευση. Μπορεί το νέο Μινιόν να κυριαρχήσει στη ζωή της πόλης; Να γίνει τόπος ευεξίας; Η ζωή θα δείξει. Το μέλλον πάντως μαγειρεύεται στον φούρνο του παρόντος, με τα υλικά του παρελθόντος.

SHARE THE STORY