Θόδωρος Βενάρδος: Η κινηματογραφική ιστορία του «ληστή με τις γλαδιόλες» 

Παιδί διαλυμένης οικογένειας, ο Θόδωρος Βενάρδος, με την εμφάνιση που θύμιζε σταρ της οθόνης, έγινε διάσημος την δεκαετία του 70 έπειτα από τις θεαματικές ληστείες τραπεζών που διέπραξε, αλλά και για το τραγικό του τέλος.

ΑΠΟ ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η μεγάλη οθόνη είναι γεμάτη από την επικίνδυνη γοητεία των παρανόμων. Ο Γουόρεν Μπίτι με το θεληματικό πιγούνι υποδύεται τον Κλάιντ Μπάροου στο θρυλικό ”Μπόνι και Κλάιντ” και ο Στιβ Μακ Κουίν είναι ο ζάπλουτος πλεϊμπόι και κλέφτης έργων τέχνης μεγάλης αξίας στην ”Υπόθεση Τόμας Κράουν”.

Στην Ελλάδα, με τη δικτατορία στα τελευταία της και το επαναστατικό πνεύμα στο ζενίθ του, το κοινό δεν αρκείται στα ψέματα του εκράν αλλά ανακαλύπτει ένα αντίστοιχο πρότυπο στην αληθινή ζωή: Στις 16 Νοεμβρίου του 1973, την ίδια στιγμή που οι φοιτητές συγκεντρώνονται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και το κέντρο της Αθήνας κλείνει από τις πορείες κατά της χούντας, έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Πρατίνου, στο Παγκράτι, σταματά μια κατακόκκινη Τζάγκουαρ. 

Ο άνδρας βγήκε από την τράπεζα κρατώντας στα χέρια του την σακούλα που περιείχε σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια δραχμές, επιβιβάστηκε στην Τζάγκουαρ, την οποία είχε κλέψει από ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι, και εξαφανίστηκε.

Από το εντυπωσιακό αυτοκίνητο βγαίνει μια αινιγματική φιγούρα. Πλατύγυρο καπέλο, μαύρα γυαλιά ηλίου και μακριά ράσα καλύπτουν τη σιλουέτα του νεαρού άνδρα, ο οποίος, προτού μπει στην τράπεζα, καλύπτει το πρόσωπό του κάτω από ένα λευκό μαντίλι. Μπαίνει στο κατάστημα και κατευθύνεται προς το γραφείο του διευθυντή, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλά στο τηλέφωνο. Ο άνδρας τού κλείνει τη συσκευή και αφού βγάζει την καραμπίνα που έκρυβε μέσα στη φορεσιά του φωνάζει ”Ληστεία! Μην κινηθεί κανείς!”. 

Ο άνδρας βγήκε από το κατάστημα κρατώντας στα χέρια του τη σακούλα που περιείχε σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια δραχμές, ένα ποσό αστρονομικό για εκείνες τις ημέρες, επιβιβάστηκε στην Τζάγκουαρ, την οποία, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα, είχε κλέψει από ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι, και εξαφανίστηκε. Τέτοια γεγονότα δε συνέβαιναν στην Αθήνα εκείνης της εποχής και την επόμενη μέρα η απίστευτη ιστορία της ληστείας διεκδικεί χώρο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου στις πρώτες σελίδες του τύπου. 

Άρχισε να ξοδεύει τα χρήματα που είχε πάρει από την Εθνική Τράπεζα για να ζήσει μια ζωή που μέχρι πρότινος μόνο να ονειρευτεί μπορούσε: ακριβά ρούχα και αυτοκίνητα, ταξίδια στο εξωτερικό σε προορισμούς, όπως το Σεν Μόριτς, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Ρώμη και το Μιλάνο.  

Ο Θόδωρος Βενάρδος ήταν μόλις 24 ετών. Παιδί διαλυμένης οικογένειας, με τον πατέρα του να έχει εγκαταλείψει τη συζυγική εστία για τη Βραζιλία. Η μητέρα του είχε ξαναπαντρευτεί και τα παιδικά του χρόνια είχαν σημαδευτεί από τη βιαιότητα του πατριού του. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν η όμορφη μικρότερη αδελφή του Ανίττα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και ενώ υπηρετούσε το στρατιωτικό του είχε ανατινάξει μια πυριτιδαποθήκη. Για αυτή του την ενέργεια συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε για μερικούς μήνες. Η ερωτική ζωή του ήταν πολυτάραχη. Το 1973 είχε παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα, τη Δήμητρα, χώρισαν όμως μέσα σε τρεις μήνες, ενώ λίγο αργότερα είχε συνάψει δεσμό με μια εντυπωσιακή γυναίκα, την Μπελίντα, που, όπως αποκαλύφθηκε μετά, είχε κάνει εγχείρηση διόρθωση φύλου. 

Ο Βενάρδος ήταν σταρ και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ένιωθαν συμπάθεια για το γοητευτικό ληστή τον οποίο κυνηγούσε η αστυνομία της χούντας.

Με μια παιδική σχεδόν αφέλεια άρχισε να ξοδεύει τα χρήματα που είχε πάρει από την Εθνική Τράπεζα, δίνοντας σε φίλους που είχαν ανάγκη ή, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε αργότερα ο ίδιος, χρηματοδοτώντας τον αντιδικτατορικό αγώνα. Επίσης όμως τα ξόδευε για να ζήσει μια ζωή που μέχρι πρότινος μόνο να ονειρευτεί μπορούσε: ακριβά ρούχα και αυτοκίνητα, ταξίδια στο εξωτερικό σε κοσμοπολίτικους προορισμούς, όπως το Σεν Μόριτς, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Ρώμη και το Μιλάνο.  

Επιστρέφοντας στην Αθήνα κάνει αισθητή την παρουσία του στη νυχτερινή ζωή της πόλης, φορώντας την τελευταία λέξη της μόδας και τους καλύτερους σχεδιαστές, αναδεικνύοντας την αρρενωπή του γοητεία, θυμίζοντας περισσότερο κινηματογραφικό αστέρα παρά ληστή. 

Στις 22 Ιανουαρίου του 1974 συλλαμβάνεται σε ένα οπλοπωλείο όπου διαπραγματευόταν την αγορά μιας καραμπίνας. Γίνεται έρευνα στο σπίτι του και βρίσκονται εκεί λίγα παραπάνω από ένα εκατομμύριο δραχμές, που είχαν απομείνει από τη ληστεία. Τις επόμενες μέρες θα συλληφθεί και η αδελφή του Αννίτα κατηγορούμενη για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και η αστυνομία ανακοινώνει πως ο Βενάρδος ήταν αναμεμειγμένος μαζί με άλλους σεσημασμένους κακοποιούς σε πέντε άλλες ληστείες που είχαν τελεστεί τα προηγούμενα πέντε χρόνια. 

Στον Κορυδαλλό θα αρχίσει αμέσως να καταστρώνει την απόδρασή του. Τελικά κατάφερε να δραπετεύσει σκαρφαλώνοντας τον τοίχο. Τρεις εβδομάδες αργότερα πραγματοποίησε τη δεύτερη διάσημη ληστεία του χτυπώντας το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Σεπόλια. Εμφανίζεται φορώντας καπέλο και γυαλιά και κρατώντας μια ανθοδέσμη με γλαδιόλες, που έκρυβε μέσα της μια κοντόκανη καραμπίνα. Αυτή τη φορά η «ψαριά» του είναι μισό εκατομμύριο δραχμές. Εντυπωσιάζει τους αυτόπτες μάρτυρες με τους ευγενικούς του τρόπους.  

Μετά το τέλος της ληστείας προσφέρει την ανθοδέσμη στις κυρίες που βρίσκονται στο κατάστημα της τράπεζας. Την επόμενη ημέρα είναι παντού πρωτοσέλιδο, και καθώς είναι πλέον γνωστές οι λεπτομέρειες της δεύτερης ληστείας καθιερώνεται το παρατσούκλι του. Ο Θεόδωρος Βενάρδος θα είναι για πάντα «Ο ληστής με τις γλαδιόλες». Η αστυνομία τον επικηρύσσει για 300 χιλλιάδες δραχμές και η φωτογραφία του βρίσκεται παντού στην Αθήνα.  

Στο δικαστήρια η υπεράσπιση παρουσίασε τον Βενάρδο ως διαταραγμένη προσωπικότητα.

Ο Βενάρδος είναι σταρ και δεν είναι λίγοι αυτοί που νιώθουν συμπάθεια για το γοητευτικό ληστή που κυνηγιέται από την αστυνομία της χούντας. Την ίδια στιγμή ωστόσο η αδελφή του εξακολουθεί να παραμένει φυλακισμένη, το σπίτι της μητέρας του και αυτά των φίλων του να παρακολουθούνται. Έτσι αποφασίζει να διαφύγει στο εξωτερικό. Επιβιβάζεται λαθραία σε ένα νορβηγικό πλοίο το οποίο φεύγει για την Αμερική, όπου όμως δεν καταφέρνει να γίνει δεκτός καθώς δεν έχει βίζα. Οι αμερικανικές αρχές τον στέλνουν κατευθείαν πίσω. Ταξιδεύει με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, όπου παραμένει ο γοητευτικός εαυτός του. Ντυμένος στην πένα, χαρίζει κολόνιες που έχει αγοράσει από τα duty free στις αεροσυνοδούς και συνομιλεί με τους πάντες. Ουδείς τον αναγνωρίζει, αντίθετα τον περνούν για γόνο οικονομικά εύρωστης οικογένειας. Φτάνοντας στο Ελληνικό. όμως. γίνεται αντιληπτός από την αστυνομία, συλλαμβάνεται και οδηγείται ξανά στις φυλακές, και συγκεκριμένα στην πτέρυγα με τους σκληρότερους βαρυποινίτες. Του κάνουν τη ζωή κόλαση και αυτή είναι μόνο η αρχή των τραγικών περιπετειών του πίσω από τα κάγκελα. 

Στη φυλακή ο Βενάρδος καταρρέει ψυχολογικά. Κάνει διάφορες απόπειρες απόδρασης και όταν αυτές αποτυγχάνουν, αρχίζει να αυτοτραυματίζεται.

Η υπόθεσή του φτάνει στα δικαστήρια ένα χρόνο αργότερα τον Ιούλιο του 1975. Η υπεράσπιση θα τον παρουσιάσει ως διαταραγμένη προσωπικότητα, ενώ ο ίδιος θα ισχυριστεί ότι οι ληστείες είχαν γίνει για τη χρηματοδότηση του αγώνα κατά της δικτατορίας. Η δημοκρατία όμως έχει επιστρέψει στη χώρα και η αλλοτινή συμπάθεια που ίσως έδειξε για λίγο η κοινή γνώμη έχει εξανεμιστεί. Κανείς δεν πιστεύει τους ισχυρισμούς του ίδιου και τη αδελφής του, που υποστηρίζει τα όσα λέει ο Βενάρδος. Η δικαστική απόφαση είναι ιδιαίτερα σκληρή, καθώς τον καταδικάζει σε κάθειρξη είκοσι δύο ετών συγχωνεύοντας τις ποινές για τις ληστείες, την απόδραση και την εν γένει παράνομη δραστηριότητά του. 

Στη φυλακή ο Βενάρδος καταρρέει ψυχολογικά. Κάνει διάφορες απόπειρες απόδρασης και όταν αυτές αποτυγχάνουν, αρχίζει να αυτοτραυματίζεται. Καταπίνει μπαταρίες, γυαλιά, καρφιά, οτιδήποτε μπορεί να τον στείλει στο νοσοκομείο, από όπου μάταια προσπαθεί να αποδράσει. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις συναντά και μία νοσοκόμα, την Άννα, η οποία θα γίνει αρραβωνιαστικιά του και θα σταθεί στο πλευρό του μέχρι το τέλος. Ελπίζει σε μια πρόωρη αποφυλάκιση λόγω ανήκεστου βλάβης ή βαρέων ψυχολογικών προβλημάτων. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ, αντίθετα μετατίθεται στις φυλακές Κέρκυρας, το σκληρότερο σωφρονιστικό ίδρυμα του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης.  

Ο Βενάρδος θα κάνει συνολικά 15 απόπειρες αυτοκτονίας. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αρνηθούν την αίτηση χάριτος που έχει υποβάλει. Σε ένα απονενοημένο διάβημα ράβει με κλωστή το στόμα του. Στις 10 Ιουλίου του 1984 πραγματοποιεί την τελευταία του απόπειρα αυτοκτονίας και τα καταφέρνει: το άψυχο σώμα του βρίσκεται κρεμασμένο στο κελί του. Τα πρωτοσέλιδα ξεσπούν, παρουσιάζοντας τώρα τον Βενάρδο, νεκρό στα 35 του χρόνια, σαν θύμα του συστήματος και οι επικριτικές φωνές για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η περίπτωσή του από την πολιτεία φέρνουν κάποιες αναγκαίες αλλαγές προς το καλύτερο στο σωφρονιστικό σύστημα. Είναι τα λόγια της μητέρας του πάνω από το φέρετρο αυτά που συγκλονίζουν μέχρι σήμερα: «Ζωντανός ήσουν φυλακισμένος, νεκρός όμως είσαι πια ελεύθερος». 

SHARE THE STORY