Πού πήγε η γλυκύτητα του σορολόπ;

Τι έχει, άραγε, θολώσει το κενό ανάμεσα στην υποχρέωση και την εργασία; Μήπως είμαι ο χρόνος που χάνω;

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Σήμερα αποφάσισα να μην κάνω καμία δουλειά αλλά νιώθω φρικτές ενοχές», μου λέει ο Δ. χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την οθόνη του κινητού του χαρίζοντας ταυτόχρονα μερικές επιλεκτικές καρδούλες σε ποστ που του γυαλίζουν ή που οφείλει να «λαϊκάρει» σύμφωνα με το νεόκοπο etiquette των σόσιαλ μίντια.

«Ελπίζω, απλά, η κόρη μου να μη χρειαστεί να περάσει πολλές ώρες με τον ψυχαναλυτή της στο μέλλον. Είναι απαίσιο συναίσθημα η ενοχή που νιώθει μια μητέρα από την ώρα που θα γεννηθεί το μωρό της και μετά -σχεδόν για τα πάντα. Θα ήθελα να έχω χρόνο να χαζολογάμε περισσότερο μαζί. Αλλά θα ήθελα να έχω χρόνο και για μένα» παραδέχτηκε η Β. σε πρόσφατο τηλεφώνημα αντιλαμβανόμενη τη δαιδαλώδη ευδαιμονία της μητρότητας και την αφηρημένη έννοια του χρόνου.

«Αν δεν τσεκάρω τα μέιλ μου για μια ολόκληρη μέρα, αισθάνομαι ότι έχει συμβεί κάτι κοσμογονικά έκτακτο, κάτι το οποίο επέτρεψα να συμβεί. Οι ενοχές χορεύουν τρελό χορό γύρω μου όταν βρίσκομαι off line», μου εξηγεί η Σ. αφήνοντας την ένταση να δώσει περίεργες σκιάσεις στο πρόσωπό της.

Η συγκεκριμένη δε ενοχή, αυτή της χαμένης απόλαυσης του λιωμένου χρόνου, είναι η πλέον σύγχρονη κοινωνική απόκλιση από την ευτυχία.

Να τη πάλι η ενοχή. Καλώς την. Αυτή η αθέμιτη κατάσταση συναισθηματικής αιώρησης, κάπου ανάμεσα στο πουθενά και στο τίποτα. Η ενοχή εισχωρεί σαν ρεύμα, σαν βοριάς κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, απλώνεται όπως ο μύκητας του γένους Phytophthora στα κωνοφόρα δέντρα, μας αγκαλιάζει σαν τραχύ, ντρίλινο ύφασμα.

Η συγκεκριμένη δε ενοχή, αυτή της χαμένης απόλαυσης του λιωμένου χρόνου, είναι η πλέον σύγχρονη κοινωνική απόκλιση από την ευτυχία. Όλοι μας, λίγο ή πολύ, νιώθουμε αποκομμένοι από το σύνολο και συνδεδεμένοι με τον δυαδικό, γνωστό-άγνωστο αλγόριθμο. Μονίμως. Κάθε στιγμή που περνάει. Κι ενώ τα δευτερόλεπτα κυλούν αργά και ρυθμικά μπροστά μας σαν σταγόνες στον ορό της ζωής, τα χρόνια χάνονται.

Αλλόκοτες μέρες, σοσιαλμιντιακές μάς αγκαλιάζουν, κουκουλώνουν τις νύχτες μας – γιατί όμως υπάρχει αυτό το κυρίαρχο τάγκιασμα στη γλώσσα, σαν ακατάσβεστη όρεξη για κάτι ακόμα; Γιατί δεν χορταίνουμε με ένα ψηφιακό συναίσθημα που ανταλλάσουμε, με ένα emoji του smiley με αστέρια στα μάτια; Γιατί πάντα νιώθουμε ότι κάτι χάνουμε;

Κι ενώ το αντιλαμβανόμαστε αυτό γιατί ταυτόχρονα είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τα κομβία; Αναζητάμε την ουσία του dolce far niente αλλά δεν μπορούμε να μας τη χαρίσουμε. Αδυνατούμε να πάμε πίσω σε εκείνο το πουπουλένιο, σχολικό συναίσθημα όταν διαβάζοντας το ημερήσιο πρόγραμμα, αναπηδούσαμε από χαρά βλέποντας τη λέξη «κενό» να επικρατεί ανάμεσα στην ώρα των μαθηματικών και της γυμναστικής.

«Η φύση ολόκληρη, λοιπόν, αφεαυτής, συνίσταται από δύο πράγματα: Από σώματα και από το κενό, στο οποίο τίθενται, και στο οποίο ποκιλότροπα κινούνται»

Κι όμως, μόνο αυτή είναι η λύση. Ο χρόνος δεν ανήκει σε κανέναν -αν τεμπελιάσουμε εμείς, δε θα φορτωθεί σε έξτρα βάρος κάποιος άλλος κι αν οδηγήσουμε μέχρι την εξοχή για να ακούσουμε τους ήχους της φύσης, δε θα γιγαντωθούν οι θόρυβοι στην πόλη.

«Η φύση ολόκληρη, λοιπόν, αφεαυτής, συνίσταται από δύο πράγματα: Από σώματα και από το κενό, στο οποίο τίθενται, και στο οποίο ποκιλότροπα κινούνται» ξεκαθαρίζει ο ατομικός φιλόσοφος Λουκρήτιος στις επικούρειες θεωρίες του ενώ το κενό για τον ίδιο τον Επίκουρο είναι άψαυστο αλλά υπάρχει – απεριόριστο και ως μηδενικός χώρος, απόλυτα παθητικός, δεν προκαλεί τίποτα -δεν εμποδίζει επίσης- αλλά επιτρέπει διεργασίες μέσω της αγωγιμότητάς του.

Είναι η καταλληλότερη χρονική και συγκυριακή στιγμή να ανατρέψουμε, μια και καλή, το νόημα της φράσης «κενός περιεχομένου».

SHARE THE STORY