Η νέα συγκλονιστική σειρά Famagusta στο MEGA που κάνει πρεμιέρα στις 21 Ιανουαρίου, στις 21:00 και στην οποία συμμετέχει είναι μόνον η αφορμή για να μιλήσουμε με την Αιμιλία Υψηλάντη. Αιτία είναι πάντα η υπέροχη προσωπικότητά της.

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΚΙΓΙΑΖ-ΜΑΛΛΙΑ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΓΕΝΤΗ STYLING ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΠΑΛΤΑ LOCATION ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ, ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ

Λίγο πριν την τηλεοπτική πρεμιέρα της σειράς Famagusta, που είναι εμπνευσμένη από τα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο και τα γεγονότα στην Αμμόχωστο, στην οποία έχει ρόλο-κλειδί, αλλά και εν μέσω των προβών στο δικό της θέατρο, το Θέατρο Αργώ, για την παράσταση «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» στα μέσα Απριλίου, η πάντα όμορφη, ειλικρινής, σπουδαία Αιμιλία Υψηλάντη μίλησε για την Κύπρο, την ιστορία μας, το θέατρο που υπεραγαπά, το Metoo, την μεγάλη απώλεια της μονάκριβης κόρης της και τη σχέση της με την εγγονή της.

Επιστροφή στην τηλεόραση με τη σειρά Famagusta στο MEGA. Μιλήστε μας γι’ αυτή την σειρά που σας έκανε να πείτε το «ναι».

Όταν μου πρότειναν να παίξω στη Famagusta είπα αμέσως ναι, γιατί ήθελα να συμμετέχω σε κάτι που φέρνει ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας, τα γεγονότα της Αμμοχώστου, μπροστά μας και μάλιστα για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή όχι ως ντοκιμαντέρ, αλλά εμπλέκοντάς τους τηλεθεατές στην ιστορία. Υπάρχει, ένα έλλειμμα σε συλλογικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Αν ρωτήσουμε κάποιον Έλληνα σήμερα τι έγινε πριν από 50 χρόνια στην Κύπρο, δεν υπάρχει γνώση ως κοινό μας κτήμα που σημαίνει ότι συλλογικά δεν προφυλάσσουμε αυτό που είμαστε. Η Αρβελέρ έχει πει πολύ σωστά: «Οι επέτειοι είναι σημαντικές γιατί βοηθούν στη μνήμη και στη συλλογική μνήμη». Μας αναγκάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να σκύψουμε πάλι σε αυτά τα γεγονότα και από αυτή την άποψη είναι πολύ σημαντική η συμβολή της τέχνης. Το Famagusta είναι μία σειρά που ξεπερνάει το κομμάτι της τηλεθέασης και της εμπορικής επιτυχίας που είμαι σίγουρη ότι θα έχει, γιατί έχει να κάνει με την ιστορία μας και αξίζει να τη δει ολόκληρη η οικογένεια. Εγώ περιμένω να δω το τελικό αποτέλεσμα της σειράς με μεγάλο ενδιαφέρον.

Θα μας πείτε με λίγα λόγια την ιστορία και ποιος είναι ο δικός σας ρόλος;

Η ιστορία της σειράς ξεκινάει από την εισβολή και τον κόσμο που φεύγει από την Αμμόχωστο με ένα μωρό που επιβιώνει της τουρκικής αεροπορικής επιδρομής στην Αμμόχωστο το καλοκαίρι του ‘74, αλλά αποχωρίζεται βίαια από την πραγματική του μητέρα. Σήμερα, είναι ένας μαχητικός δημοσιογράφος, μεγαλωμένος στο Λονδίνο από Ελληνοκύπριους γονείς. Ταξιδεύει στην Κύπρο για να καταγράψει τις συγκλονιστικές μαρτυρίες Κυπρίων που έζησαν την τουρκική εισβολή, σε ένα ντοκιμαντέρ. Εγώ υποδύομαι τη μητέρα του δημοσιογράφου. Αυτή είναι η βάση της σειράς και μια σημαντική παράμετρος από ανθρωπιστική και πολιτική πλευρά, όπου με βάση τη μυθοπλασία θα έρθουμε αντιμέτωποι, μέσα από προσωπικές εμπειρίες και μνήμες, με την Ιστορία, με τα πραγματικά γεγονότα.

Και η συνεργασία σας με τους συντελεστές και τους ηθοποιούς πώς ήταν;

Εξαιρετική! Είναι όλοι ένας και ένας, και είναι προς τιμήν των καλλιτεχνών και των παραγωγών Ελλήνων και Κυπρίων αλλά και του Mega που αποφάσισαν αυτούς τους πρώτους έξι μήνες του 2024 να τους σηματοδοτήσουν με μία σειρά 24 επεισοδίων που φέρνει στο φως τα γεγονότα της Αμμοχώστου. Είναι όλοι οι συνάδελφοι υπέροχοι, όμως θα ήθελα να σταθώ στην πιο εμβληματική, για μένα, ηθοποιό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον ελληνικό κόσμο, την Δέσποινα Μπεμπεδέλη, μια ηθοποιό και μια φυσιογνωμία που έχει σηματοδοτήσει το θέατρο, την τηλεόραση, ολόκληρο το επάγγελμά μας. Εκείνη λοιπόν θα έχει το ρόλο της πρώτης πραγματικής μάρτυρος των γεγονότων.

Νιώθω ότι έχετε μία ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της Κύπρου…

Ναι, γιατί η ιστορία της Κύπρου με ακολουθούσε από τα μαθητικά μου χρόνια. Ως μαθήτρια γυμνασίου κατέβαινα στο Σύνταγμα και διαδήλωνα για την Ένωση. Ως ηθοποιός πήγαινα πολύ συχνά στην Κύπρο στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας για απαγγελίες κειμένων, με το θίασο και τον Άγγελο Αντωνόπουλο στη Λευκωσία όταν παίξαμε Τάβαριτς, πέσαμε ακριβώς επάνω στην επιστράτευση και τα γεγονότα, και μας έστειλαν πίσω στην Ελλάδα με ένα αεροπλάνο. Δεν έχω την εμπειρία του ίδιου του γεγονότος αλλά το τραύμα μέσα μου έχει λειτουργήσει.

Στην Ελλάδα πάντα θεωρούσαμε σαν ένα πρόβλημα το θέμα της Κύπρου που νομίζαμε ότι μας φέρνει και δυσκολίες. Και δεν βλέπαμε ποτέ ότι αυτό που είναι το σημαντικότερο ακόμα και από την ίδια την Ελλάδα, είναι ο Ελληνισμός γιατί οπουδήποτε ηττάται ο Ελληνισμός, ηττάται και η Ελλάδα. Όταν λοιπόν ένα κομμάτι του ακρωτηριάζεται, πληγώνεται, καταστρέφεται, μας αφορά όλους.

Τώρα που κάνατε τα γυρίσματα στην Κύπρο, υπήρχε κάτι που σας έκανε εντύπωση;

Ναι, περνώντας από ένα σημείο, έμεινα κατάπληκτη, γιατί ρωτώντας έμαθα ότι υπάρχει το νεκροταφείο των Αγνοουμένων. Είναι το νεκροταφείο που όταν ταυτοποιείται ένας αγνοούμενος, τοποθετούν τα οστά του σε έναν τάφο. Δηλαδή κενοί τάφοι περιμένουν να γεμίσουν. Αυτό το θέμα των αγνοουμένων πραγματεύεται η Famagusta και είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα των γεγονότων της Αμμοχώστου: εκτός από το γεγονός ότι το νησί χωρίστηκε στα δύο, πέρα από τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν και τις περιουσίες που χάθηκαν, η σειρά φέρνει μπροστά το θέμα των αγνοουμένων. Ξέρετε τι σημαίνει κάποιος να ελπίζει για χρόνια ότι ο άνθρωπος του ζει ή να μην μπορεί να βρει το άψυχο σώμα του για να το θάψει, να τον τιμήσει, να τον θρηνήσει πραγματικά; Πρέπει να σας πω ότι στα 40 χρόνια της θλιβερής επετείου, δηλαδή πριν 10 χρόνια, ανεβάσαμε το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη «Οι Αγνοούμενοι», στο θέατρο Αργώ και τον μονόλογο «Ελπίνορας» για να τιμήσω αυτό το κομμάτι της Ιστορίας.

Τηλεόραση γιατί δεν κάνετε τόσο συχνά;

Η τηλεόραση είναι ένα μέσο πολύ ελκυστικό, κυρίως για τους νεότερους ηθοποιούς ώστε να μπορέσουν να πούνε και στους γονείς τους, «ναι, πλήρωσες για να βγάλω μια σχολή. Κοίταξε όμως, είμαι ηθοποιός». Τους δίνει ορατότητα, ελπίδα και ένα καλό ξεκίνημα. Όμως όλοι θέατρο θέλουμε να κάνουμε. Εκεί είναι η ψυχή μας. Εκεί ουσιαστικά φαίνεται η αξία μας. Οπότε, από αυτή την άποψη, εάν εγώ δεν έχω ένα σοβαρό κίνητρο να παίξω, δε θα κάνω τηλεόραση. Δε με ενδιαφέρει. Στη Famagusta o ρόλος που έχω, είναι μικρός. Δεν με ενδιαφέρει όμως αυτό, αλλά η ουσία και οι συνθήκες της δουλειάς που στην προκειμένη περίπτωση είναι εξαιρετικές. Δε σε φθείρουν. Εδώ αμέσως είχα μια σχέση με την παραγωγή, γενναιόδωρη και άνετη. Εφ’ όλης της ύλης. Όχι μόνον οικονομικά. Αλλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς, συναισθημάτων, τρόπου αντιμετώπισης. Είμαστε καλλιτέχνες και θα μπορούσαμε να δουλέψουμε ακόμα και δωρεάν αν είμαστε σ’ ένα περιβάλλον που νιώθουμε καλλιτέχνες. Εγώ το έχω κάνει με μία- δυο ταινίες που έκανα με νέους. Δε ζήτησα χρήματα.

Μιλήσατε για καλές συνεργασίες και καλές συμπεριφορές στη δουλειά σας. Σας έχουν τύχει όμως και κακές συμπεριφορές; Το ρωτώ αυτό καθώς το Me Too είναι ακόμα ενεργό στο χώρο σας.

Γι’ αυτό πρέπει να δοθούν εύσημα στο θέατρο και στους ανθρώπους του θέατρου. Πολλά πράγματα δεν έχουν λεχθεί. Το ότι όμως κάποιες γυναίκες από το θέατρο από έναν χώρο από τους πολύ ευάλωτους και ανασφαλείς, διακινδυνεύοντας την ύπαρξή τους, κυριολεκτικά, την εικόνα τους, μίλησαν, είναι προς έπαινο. Πολλά πράγματα, λόγω των συνθηκών δουλειάς, πολλές συμπεριφορές μη πρέπουσες- δε θέλω να πω κακοποιητικές, τις θεωρούσαμε φυσιολογικές.

Πώς εννοείτε τις μη πρέπουσες συμπεριφορές;

Αν κάποιος είναι ο επικεφαλής μιας θεατρικής ομάδας που πρέπει να ανεβάσει ένα έργο, σε συνθήκες πίεσης και δημιουργίας μπορεί να υπάρξει και μία φωνή. Μπορεί να υπάρξει και ένας θυμός. Δε μιλώ για κακοποιητική συμπεριφορά.

Έχετε να μας διηγηθείτε μια προσωπική ιστορία τέτοιας συμπεριφοράς;

Ναι, έχω μία προσωπική εμπειρία, για την οποία όμως, ήμουν ευγνώμων. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ήμουν στο Εθνικό Θέατρο και σε μία παράσταση του έργου του Καζαντζάκη «ο Βούδας» σκηνοθετούσε ο Αλέξης Σολωμός, ο οποίος ήταν εξαιρετικά ευγενικός άνθρωπος. Ποτέ δεν είχε σηκώσει φωνή. Εγώ ήμουν μαζί με άλλες ηθοποιούς και υποδυόμασταν τα λουλούδια. Ο Σολωμός είχε δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μαρία Σκούτσου.

Κάποια στιγμή είχαμε δύο παραστάσεις στο Ηρώδειο και στο παρά πέντε, ο Σολωμός μού ανακοινώνει ότι στη μία από τις δύο, θα ήμουν εγώ πρωταγωνίστρια και ότι γι’ αυτό είχαμε μόνον μία πρόβα. Στο Ηρώδειο. Έπρεπε να μάθω έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ελάχιστο χρόνο. Επάνω στη γενική δοκιμή στο Ηρώδειο σε μία σκηνή έπρεπε να διασχίσω όλο το Ηρώδειο, από τη μία μέχρι την άλλη άκρη όπου βρισκόταν ο Νίκος Τζόγιας, που έκανε έναν βασιλιά, καθισμένο σε έναν θρόνο. Εγώ ήμουν η κόρη του και έπρεπε να τρέξω, να πέσω στα πόδια του και να πω έναν μονόλογο. Όλος ο θίασος, οι τεχνικοί, όλο το εθνικό θέατρο ήταν εκεί. Εγώ τρομοκρατημένη, γιατί έπρεπε με μία πρόβα να κάνω μία παράσταση.

Ξεκινάει η πρόβα και ο Σολωμός κάπου από ψηλά, στα τελευταία καθίσματα φωνάζει μπροστά σε όλους: «Αυτή η κατσαρίδα εκεί κάτω που τρέχει, ποια είναι». Αυτή ήταν μία κακοποιητική συμπεριφορά, αντικειμενικά. Εγώ όμως αντί να θυμώσω μαζί του, μετέτρεψα τον θυμό μου σε δημιουργικότητα και ήμουν, όπως μου είπε ο ίδιος μετά, εκπληκτική στον ρόλο.

Εάν αυτός το έκανε, γιατί ήξερε ότι έπρεπε να με βγάλει από τη ζώνη του φόβου, της ασφάλειας και της δειλίας, με το να με θυμώσει, το κατάφερε. Πολλές συμπεριφορές κρίνονται και εκ του αποτελέσματος. Ο ηθοποιός δεν είναι βλάκας, ξέρει πότε κάποιος είναι πραγματικά κακοποιητικός, πότε βγάζει επάνω σου τα απωθημένα του ή πότε σ’ αγαπάει ακόμα και όταν σου φωνάζει. Οπότε νοιάζεται για σένα.

Παλιότερα όμως υπήρχε μία ανοχή, έτσι δεν είναι;

Ναι, υπήρχε μια γενική ανοχή. Και είναι γνωστά τώρα διάφορα γεγονότα στο θέατρο που είχαν περάσει σε επίπεδο ανεκδοτολογικό. Για παράδειγμα, ξέραμε ότι ο Κουν πέταγε τασάκια στους ηθοποιούς του. Όμως ζούσε μαζί τους. Ήταν οικογένειά του. Είναι το ίδιο, όταν ξέρεις πολύ καλά ότι στο σπίτι σου ο γονιός σου κάποια στιγμή σου υψώνει τη φωνή, όμως ξέρεις ότι σ’ αγαπάει. Σήμερα λοιπόν υπάρχει ένας χώρος του θεάτρου που τόλμησε να βάλει όρια. Όμως έχουμε περάσει στο άλλο άκρο και ο ηθοποιός έρχεται κουμπωμένος στην πρόβα, στην παράσταση, στο γύρισμα. Στη δουλειά μας όμως δεν μπορεί να είναι κανένας κουμπωμένος. Πρέπει να είναι ανοιχτός. Ελεύθερος.

Τι πρέπει να γίνει, πιστεύετε;

Αυτός που φέρεται κακοποιητικά, πρέπει να ζητάει συγγνώμη, αμέσως. Δεν νομίζω ότι έχει γίνει ποτέ αυτό. Εγώ βέβαια έχω ζητήσει συγγνώμη. Αν δεν ζητήσεις συγνώμη, αν δεν καταλάβεις το λάθος σου, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει ομάδα. Υπάρχει μία σχέση εξουσιαστική. Μια σχέση τότε όντως κακοποιητική.

Το θέατρο είναι η ζωή σας. Πως λειτούργησε για σας το θέατρο μετά την απώλεια της κόρης σας;

Κοιτάξτε, όταν συμβαίνει ένα γεγονός τόσο σημαντικό που σου κόβει τη ζωή στα δύο εάν δεν συνεχίσεις αυτό που κάνεις, κινδυνεύεις να βουλιάξεις. Θα πρέπει να σηκωθείς την άλλη μέρα το πρωί και να κάνεις την καθημερινή σου ρουτίνα. Διαφορετικά κινδυνεύεις να καταγκρεμνιστείς.

Πόσο εύκολο ήταν όμως να επιστρέψετε στη ρουτίνα σας;

Δεν ήταν εύκολο. Είναι για κανέναν άνθρωπο εύκολο; Για κανέναν. Δεν διαφέρω από τους άλλους ανθρώπους. Είναι η μοίρα. Είναι ανθρώπινη μοίρα. Το περνάνε… σχεδόν όλοι και αντιμετωπίζουν ακριβώς το ίδιο πρόβλημα: Πώς θα πρέπει την άλλη μέρα το πρωί να σηκωθούν από το κρεβάτι τους- δηλαδή το πιο απλό απ’ όλα – και να μπουν πάλι σε μια καθημερινότητα. Για μένα το θέατρο και η δουλειά μου είναι καθημερινότητα. Διότι δεν έχεις κάποια άλλη λύση. Πρέπει να σηκωθείς, να ντυθείς, να ετοιμάσεις το φαγητό σου, να περπατήσεις στον δρόμο, να πας στη δουλειά σου. Σε μένα η ρουτίνα έχει ένα καλό, ότι κάνω μία δουλειά που την ώρα που την κάνω, ξεχνιέμαι. Φοράω ένα άλλο κοστούμι, μπαίνω σε μία άλλη συνθήκη. Περιβάλλομαι από τους συναδέλφους μου, το κοινό, βρίσκομαι να ανήκω κάπου για να φέρω σε πέρας ένα έργο, να ακολουθήσω μια ιστορία. Με το σώμα μου και ό,τι έχω μέσα μου να βρίσκονται σε μία πολύ καλή λειτουργία. Αυτό είναι το οξυγόνο μου. Διότι τι είναι η ζωή μας; Μια αναπνοή. Εγώ όταν παίζω, αναπνέω καλά, μπορώ να σταθώ όρθια.

Μετά την απώλεια της κόρης σας ωστόσο, υποδυθήκατε μία μητέρα που έχασε το γιο της, στη «Σκια του Μαρτ». Αυτό δεν ήταν τραυματικό για σας;

Δεν το σκέφτεσαι αυτό. Ο ηθοποιός μπορεί να χρησιμοποιεί τη μνήμη του ακόμα και τις πληγές του που τις κρατάει νωπές, ως υλικό στη διάρκεια των προβών για να προσεγγίσει κάτι. Αλλά όταν παίζει έναν ρόλο, δεν τον επηρεάζει ο ρόλος στην ανθρώπινη υπόστασή του, όμως του ανοίγει δρόμους. Έπαιζα στη «Σκιά του Μαρτ» μια γυναίκα που νόμιζα ότι δεν είχε καμία σχέση με εμένα, η οποία είχε κάποιες συμπεριφορές κοσμικές, αστικές και έλεγα «κοίτα να δεις έχω και εγώ κάποια τέτοια στοιχεία». Με παρακολουθούσα. Από ένα σημείο και μετά ο ρόλος έτρεχε μόνος του βέβαια και με έτρεχα να τον προφτάσω για να μην κάνει χάσμα. Αυτονομούνται οι ρόλοι, όπως και η παράσταση.

Και συνεργάζεστε και με την εγγονή σας στο Θέατρο Αργώ… Πώς είναι αυτή η συνεργασία γιαγιάς- εγγονής;

Ναι, η Άρτεμις συνεργάζεται στο κομμάτι της παραγωγής. Έχει αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Δεν είναι εύκολο να συνεργαστείς είτε με τα παιδιά σου είτε με τα εγγόνια σου, είτε με τους συγγενείς σου γενικότερα. Γιατί δεν μπορείς να τον αντιμετωπίσεις στον άλλον ως αμιγώς συνεργάτη. Μπλέκουν και η συγγένεια και η συνεργασία και το συναίσθημα. Εκείνο που προσπαθείς να κάνεις, και σε επίπεδο προσωπικό αλλά και σε επίπεδο δουλειάς, είναι να δώσω εγώ ό,τι ξέρω. Ο τρόπος είναι το πρόβλημα. Και δεν μπορώ να πω ότι δεν πάσχω και εγώ από αυτό που πάσχουν όλοι οι ενήλικες Έλληνες που έχουν τη νεότερη γενιά κοντά τους: Ότι δεν ξέρουμε ακριβώς πώς να τους χειριστούμε. Είμαστε πολύ επιεικείς. Είναι πολύ δύσκολο να βάλεις όρια. Εγώ έχω αυτή τη στιγμή την εγγόνα, την οποίαν αγαπώ πάρα πολύ, το ξέρει, η οποία δεν είναι μικρή, είναι 30 χρόνων και δεν έχει κανέναν. Έχει χάσει και τους δύο γονείς της και δεν έχει κανέναν στον κόσμο. Όταν συζητάω με τον σύντροφό μου, μού λέει ότι είμαι υπερβολικά προστατευτική. Ναι αλλά πώς θα γίνει διαφορετικά; Είναι αίμα μου…

Η σχέση σας δέθηκε περισσότερο από τη συνεργασία σας ή μετά την απώλεια της κόρης σας και μητέρας της;

Ήμασταν ήδη δεμένες από τη συνεργασία μας. Δε θα βάλω την απώλεια μας ως στοιχείο του δεσίματός μας. Δεν είναι σωστό. Δεν είναι σωστό για το παιδί. Γιατί εγώ θα «φύγω» αύριο. Ξέρετε, η αγάπη είναι δεσμά. Βαριά, θα έλεγα. Τον εμποδίζει τον άλλον να αναπνεύσει. Και πέρα από αυτό να καταλάβει, ότι θα μείνει μόνος του και να προετοιμαστεί για αυτό, κάθε μέρα να προετοιμάζεται. Η μοίρα των ανθρώπων είναι η μοναξιά. Και είναι και ένα από τα πολύ μεγάλα προβλήματα της εποχής μας. Γιατί δεν υπάρχει ένα ευρύτερο στήριγμα οικογενειακό όπως είχαμε παλιά την ευρύτερη οικογένεια, το σόι ή κοινωνικό. Η δική μου η γενιά που φεύγει τώρα, το έχει ζήσει. Αλλά η γενιά των παιδιών αυτών; Πολλές φορές έχω την πεποίθηση ότι έχω μία σχεδόν καρτεσιανή υγεία που οφείλεται στο ότι είχα γύρω μου συγγενείς – ένα ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Ένα στήριγμα.

Λένε ότι τα παιδιά μας, είναι οι δάσκαλοί μας. Εσάς, η εγγονή σας τι σας έχει μάθει;

Να καταλαβαίνω- ένα πράγμα που με ενοχλεί πολύ στους νέους ηθοποιούς- ότι πρόκειται για άλλο κόσμο που δεν μπορώ να τον αντιμετωπίζω με βάση τις δικές μου αρχές και τους δικούς μου κώδικες. Με τη δική μου γενιά, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Με τους νέους τα χάνω. Όταν λοιπόν έχεις κοντά σου έναν νεότερο που τον αντιμετωπίζεις με άλλον τρόπο από έναν επαγγελματία, τον αντιμετωπίζεις με επιείκεια, μαθαίνω από αυτόν να είμαι πολύ ανοιχτή, ανεκτική και να μην έχω προσδοκίες από αυτούς.

Είστε πάντα μια πολύ όμορφη γυναίκα, που ο χρόνος σας έχει ερωτευτεί. Εσάς ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;

Κάποιες φορές είμαι συμφιλιωμένη μαζί του, κάποιες φορές τον αγνοώ, κάποιες φορές δε θέλω να τον αντιμετωπίσω, δεν τον δέχομαι γιατί ο χρόνος έχει σχέση και με το θάνατο. Και σε μια γυναίκα της δικής μου ηλικίας έτσι συνδέεται. Όμως ο χρόνος που μετράμε, είναι τεχνητός. Οι άνθρωποι έχουμε μόνο βιωματικά ελάχιστο χρόνο. Εγώ όμως μετράω το χρόνο με το θέατρο: ο χρόνος μου επάνω στη σκηνή, ο χρόνος μιας παράστασης, ο χρόνος των τεχνικών ενός έργου, ο χρόνος του κοινού… είναι τεράστιος. Κάποιες φορές λέω στους ηθοποιούς πριν από την παράσταση, ξέρετε πόσο ανθρώπινο χρόνο έχουμε σήμερα; Άπειρο. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Γι’ αυτό μας αρέσουν και τα ταξίδια. Εκεί ο χρόνος μεγαλώνει. Μένει στη μνήμη μας.

*Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία “Το Καφενεδάκι του Κήπου”, Ηρώδου Αττικού 4, Αθήνα στον Εθνικό Κήπο

SHARE THE STORY