H Βασιλική Σύρμα είναι μία από τις καλύτερες ενδυματολόγους της χώρας. Εχει ντύσει πολλά θεατρικά έργα – τη χαρακτηρίζει ένας πλουραλισμός ιδιαίτερος κι έτσι δεν επαναλαμβάνεται, δεν επαναπαύεται σε δοκιμασμένες επιτυχημένες συνταγές, δεν προβλέπεται.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Η Βασιλική Σύρμα είναι μια γυναίκα πολυτάλαντη, αεικίνητη και δυναμική που τη διακρίνουν η ευγένεια και μια παράξενη αιθέρια ηρεμία όταν σου μιλά – απεκδύεται κάπως αυτή τη δυναμική που επιφέρει η επιτυχία. Είναι σαν πάντα, όλα να είναι καινούργια στη ζωή της και αξιοπερίεργα.

Ποιες είναι οι πρώτες βόλτες της ζωής σας;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, συγκεκριμένα στη Νίκαια. Ήταν όμορφα, μια γειτονιά που ακόμα και σήμερα κρατάει τον χαρακτήρα της. Η Νίκαια είναι σαν πολλές πόλεις μαζί -μια ζώνη που δεν είναι και τόσο καλή, μια μεσαία, όπου είμαστε κι εμείς, και μια πολύ πιο «χάι», επάνω, στη Νεάπολη. Πήγα στο δημοτικό σχολείο της περιοχής μου και μετά, γυμνάσιο και λύκειο, στο Pierce, στην Αγία Παρασκευή. Γλυκόπικρες αναμνήσεις κι από ‘κει και κούραση. Ανήκω στη γενιά που τα παιδιά τα φόρτωναν πολύ -μπαλέτα, ωδεία, ξένες γλώσσες και πάει λέγοντας. Από όλα αυτά μού άρεσε η μουσική, έπαιζα ακορντεόν και πιάνο 16 χρόνια -όλοι νόμιζαν ότι θα γίνω μουσικός. Τραγουδούσα κιόλας, είχα πολύ καλή φωνή -ήμουν γενικά on stage. Κάπως, όμως, ήξερα μέσα μου ότι όλα αυτά μού αρέσουν ως χόμπι και δεν θα ασχοληθώ σοβαρά στο μέλλον. Η διαδικασία της πρόβας και το να κάνω το ίδιο κάθε βράδυ δεν με προσέλκυε καθόλου.

– Στην Γ’ Λυκείου, λοιπόν, ποιο πεδίο ακολουθήσατε τελικά για να δώσετε εξετάσεις;

Αυτό που μου τραβούσε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν η διακόσμηση, το interior design. Το ΤΕΙ ήταν η μοναδική δημόσια σχολή γι’ αυτό – αν και στο σχολείο δεχόμουν bullying που θα επέλεγα ένα ΤΕΙ! Επρεπε, λοιπόν, να είμαι στην πρώτη δέσμη, που είχε Φυσική, Χημεία -μαθήματα στα οποία δεν ήμουν καλή, εμένα μου άρεσαν τα φιλολογικά. Τελικά διάβασα και τα κατάφερα, αν και τότε η βάση ήταν πολύ υψηλή. Θα πω και κάτι το οποίο μπορεί να ακουστεί αστείο, αλλά η δουλειά των ονείρων μου ήταν να γίνω αστροναύτης, ήθελα να σπουδάσω αστροφυσική. Έχω λόξα με τα αστέρια και το Διάστημα, αλλά προφανώς δεν είχα το κουράγιο να διαβάσω τόσο πολύ, ούτε ίσως το μυαλό. Επίσης διηγούμαι μια ιστορία προσωπικής επιτυχίας: Ήξερα ότι πρόβλημα στη φυσική και στα μαθηματικά δεν θα λύσω στις Πανελλήνιες και σκέφτηκα ότι αυτό που μπορούσα να κάνω είναι να γράψω για τη βάση. Οπότε, διάβασα πολύ καλά για να μπορώ να αποδώσω τη θεωρία και κατάφερα να πάρω 9,5 στα 10. Αυτό για μένα ήταν Αριστα! Μπήκα λοιπόν στο ΤΕΙ και εκεί πέρασα πάρα πολύ ωραία χρόνια. Ήταν μια φανταστική εμπειρία. Οι συμμαθητές μου ήταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, κάναμε πολύ ωραία παρέα και γενικά ήταν πολύ δημιουργικά χρόνια.

Πώς προκύπτει η ενδυματολογία;

Οταν ο αγαπημένος μου καθηγητής, ο Γιάννος Τσατάλης, που είχε τον θεατρικό όμιλο του σχολείου, μας πήγε να δούμε την έκθεση του Φωτόπουλου στο φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής το 1996. Ηταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ αλλά ούτε είχα κάποιον να με βάλει στο θέατρο να μάθω εμπειρικά τη δουλειά ούτε υπήρχε κάποια ανάλογη σχολή στην Ελλάδα. Έτσι πήγα στο Λονδίνο και έκανα ένα μεταπτυχιακό, που δεν μου πολυάρεσε. Ηταν στο Goldsmiths Textile, αλλά περισσότερο έκαναν βίντεο και περφόρμανς και δεν με ενδιέφερε καθόλου αυτό. Στη συνέχεια έκανα αίτηση να μπω στο London College of Fashion, στο τμήμα Costume Design for Performance, με δέχτηκαν, αλλά δεν πέρασα καθόλου καλά. Ηταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου. Υπήρχε τρομερός ανταγωνισμός, εμένα μου έλειπαν ουσιαστικές ικανότητες ραπτικής γιατί δεν είχα πιάσει βελόνα μέχρι τα 28 μου και μας ζητούσαν να δραματουργήσουμε, που ήταν πάρα πολύ σημαντικό, αλλά δεν ξέραμε να το κάνουμε.

“Ο Εξηνταβελώνης”, Εθνικό Θέατρο 2016, φωτό: Ελίνα Γιουνανλή

Στην ουσία αυτές ήταν οι βασικές σπουδές σας στην ενδυματολογία, έτσι δεν είναι;

Βέβαια, αλλά καταπιανόμουν κι εγώ μόνη μου πολύ με τα υφάσματα. Τα έβαφα, έκανα πολλούς πειραματισμούς. Δεν υπήρχε και το Pinterest τότε, για να δεις πράγματα -και αυτό ήταν και θετικό και αρνητικό. Το θετικό ήταν ότι έψαχνες περισσότερο και όσο έψαχνες, έβρισκες. Από την άλλη όμως, στα βιβλία δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις το εναλλακτικό.

Καταλάβατε ότι είχατε κάποιο ταλέντο ή σας είπε κάποιος ότι του άρεσαν πολύ αυτά που κάνατε;

Α, μπα, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ό,τι κι αν πρότεινα, η υπεύθυνη μου έλεγε ότι είμαι άχρηστη, ότι δεν έχω τα προσόντα και ότι δεν θα τα καταφέρω ποτέ σε αυτό τον χώρο. Κάποια στιγμή, τη ρώτησα, γιατί τότε πήρε εμένα ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους, αλλά δεν έλαβα ποτέ απάντηση. Μπορεί να ήταν και η τακτική της αυτή, ποιος ξέρει. Δεν με ενδιέφερε όμως να αποδείξω κάτι σε κανέναν. Ήμουν και 30 χρονών τότε, δεν ήμουν μικρή ώστε να απογοητευόμουν εύκολα.

“Ο Εξηνταβελώνης”, Εθνικό Θέατρο 2016, φωτό: Ελίνα Γιουνανλή

Στο Λονδίνο δουλέψατε καθόλου;

Ναι, τελειώνοντας το μεταπτυχιακό, μέσω κάποιου φίλου, δούλεψα σε ένα θεατρικό και έκανα τα πρώτα μου κοστούμια. Στην Αγγλία υπάρχει μια πλατφόρμα που λέγεται Αrts Council και μπαίνουν εκεί δημιουργοί από διάφορα πεδία και βρίσκουν δουλειά, χωρίς αμοιβή, αλλά μπορούν να κάνουν πρακτική. Οπότε με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησα να δουλεύω όχι ως βοηθός αλλά ως κανονική ενδυματολόγος. Ήμασταν μικρές ομάδες όπου ο καθένας αναλάμβανε το κομμάτι του. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, έπεσα στα βαθιά κατευθείαν. Κατόπιν ακολούθησαν δυο-τρεις παραστάσεις, οι οποίες πήγαν πολύ καλά και συνέχισα να δουλεύω στο Λονδίνο ακόμη και όταν γύρισα στην Ελλάδα. Απλώς πηγαινοερχόμουν κάπως. Μια πολύ καλή παράσταση στην οποία δούλεψα από την Ελλάδα και τους έστειλα τα ρούχα με courier, ήταν μιας ομάδας που είχε κάνει το «La Chunga» του Λιόσα και πήραμε και βραβείο. Ηρθε και ο ίδιος ο νομπελίστας και είδε την παράσταση, ήταν πολύ ωραία. Επίσης έκανα και δύο φορές πρακτική στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, που ήταν μια φανταστική εμπειρία -στο τμήμα βαφών και πατινών και στο τμήμα καπέλων.

Oταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, φαντάζομαι δεν ήταν εύκολα. Πού δουλέψατε;

Κατ’ αρχάς δεν είχα κανέναν γνωστό από το θέατρο. Με δική μου πρωτοβουλία πήγα στη Λυρική και έκανα μια πρακτική για δύο μήνες, με τις μοδίστρες, που μου φέρθηκαν πολύ καλά. Μετά, έστελνα βιογραφικό κάθε έξι μήνες στο Εθνικό, πήγα στον θεατρικό Σύλλογο του Δήμου Νίκαιας και βοηθούσα εκεί τα παιδιά, για να μη χάνω επαφή με το αντικείμενο. Στο μεταξύ είχα αρχίσει να φτιάχνω καπελίνια και κάπως κατέληξα να κάνω επαφή με το ατελιέ Λουκία, όπου έδινα κάποια πράγματα και ασχολιόμουν δημιουργικά. Αργότερα, μέσω ενός θείου μου, έμαθα ότι μια ομάδα ψάχνει ενδυματολόγο και έτσι έκανα την πρώτη μου μικρή δουλειά στο θεατράκι του Nixon. Μια φίλη αυτών των παιδιών από την ομάδα ήξερε τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, ο οποίος έκανε τότε μια δουλειά με τους φοιτητές του και ήθελε κάποιον για τα κοστούμια.

“Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων”, Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου 2018, φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας

Με αυτόν τον άνθρωπο αγαπηθήκαμε από την πρώτη στιγμή και από ‘κει και πέρα ξεκίνησε μια φοβερή συνεργασία. Επίσης, τότε, με πήρε τηλέφωνο ο Μίλτος Σωτηριάδης, ο γιος του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που ήταν βοηθός του Νίκου Μαστοράκη στην «Τριλογία του παραθερισμού», μια πολύ ωραία παράσταση που είχε γίνει το 2011 στο Τσίλλερ επί Χουβαρδά, και μου είπε ότι χρειάζονταν έναν βοηθό ενδυματολόγου για τον Μαστοράκη, ο οποίος έκανε τα κοστούμια. Ο Χουβαρδάς με είδε και εκτίμησε προφανώς τον τρόπο που εργάστηκα και μου πρότεινε να γίνω βοηθός στον Μπομπ Γουίλσον! Μετά έψαχνε από βιογραφικά ενδυματολόγο η Ευαγγελάτου, για να κάνει τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» στη Στέγη. Πήγα, με είδε και με πήρε -και στη συνέχεια το ένα έφερε το άλλο.

Υπάρχει μια συγκεκριμένη μέθοδος που ακολουθείτε για να φτιάξετε τα κοστούμια μιας παράστασης κάθε φορά;

Και ναι και όχι. Κατ’ αρχάς μαθαίνω ποιο είναι το budget. Γενικά εγώ κυρίως σχεδιάζω τα κοστούμια και τα ράβουν κάποιοι άλλοι, γιατί δεν είμαι πάρα πολύ καλή μοδίστρα. Πρώτα βέβαια διαβάζω το κείμενο, γιατί είναι αναγκαίο να το ξέρουμε πολύ καλά. Με αυτόν τον τρόπο εξοικειωνόμαστε με τους χαρακτήρες και έχουμε καλύτερη προσέγγιση.

“Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων”, Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου 2018, φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας

Το δεύτερο βήμα είναι να μιλήσω με τον σκηνοθέτη για να μου πει πώς φαντάζεται εκείνος το έργο. Αν έχει στο μυαλό του κάποιες παλέτες ή μια εικαστική γραμμή να μου δώσει. Μετά ξεκινάει η οπτική έρευνα σε βιβλία ή στο internet και τα προσχέδια, που πολλές φορές για ένα ρούχο μπορεί να είναι και εκατό ριζόχαρτα, το ένα πάνω στο άλλο, με διάφορες εκδοχές. Τώρα με την τεχνητή νοημοσύνη θα λυθούν πολλά προβλήματα -ελπίζω βέβαια να μη μας αντικαταστήσει εντελώς… Αφού γίνουν λοιπόν τα σχέδια, τα βλέπει και ο σκηνοθέτης και αποφασίζουμε μαζί ποια θα είναι τα τελικά. Ένα πολύ απαιτητικό κομμάτι της δουλειάς αφορά τα υφάσματα. Από ένα πολύ μικρό δείγμα, πρέπει να φανταστείς πώς θα φαίνεται σε ολόκληρο το ρούχο, κάτω από συγκεκριμένο φωτισμό και πολλές άλλες παραμέτρους. Πολλές φορές μπορεί κάποιος να δει ένα ρούχο και να πει ότι θέλει αυτό. Το συγκεκριμένο κομμάτι όμως μπορεί να είναι του McQueen, δηλαδή πανάκριβο, και να μην εξυπηρετεί και τις ανάγκες του έργου.

Γιατί αλλιώς είναι να το φοράει ένα μοντέλο κι αλλιώς να το φοράει ένας ηθοποιός, που σε μια παράσταση μπορεί να πέφτει, να σηκώνεται και να ξαναπέφτει. Πρόκειται, πάντως, για μια συλλογική δουλειά, που περιέχει την καλή σχέση με τον σκηνοθέτη και το πόσο μπορούν να συμπλέουν οι σκέψεις μας, όπως και την καλή συνεργασία με τους τεχνίτες, για να βγει η δουλειά σωστά. Αν, αντίθετα, υπάρχει κακή διάθεση και μιζέρια, δεν γίνεται τίποτα.

“Πινόκιο”, Εθνικό Θέατρο 2023, φωτό: Κάρολ Γιάρεκ

Η φαντασία είναι ανεξάντλητη ή έχει τύχει να βλέπετε μπροστά σας μια λευκή σελίδα;

Πολλές φορές θα τύχει να μην μπορώ να αποδώσω. Αλλά θα πω ότι δεν είναι μια καλή μέρα σήμερα, ας ηρεμήσω και κάτι θα μου έρθει. Επίσης, όταν κάνεις έρευνα, είναι σίγουρο ότι θα σου έρθουν ιδέες, μέσα από τόσα πράγματα που βλέπεις.

Σε ποιες παραστάσεις δουλέψατε φέτος;

Εκανα τη «Μαντάμ Μποβαρί», τον «Πινόκιο», τις «Σκηνές από ένα γάμο», το «Closer», τη «Σίρλεϊ Βάλενταϊν», το «Νούμερο 31328» στον Νέο Κόσμο, το «Doctor» -είναι πολλά.

Σινεμά κάνετε;

Ναι, έχω κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους, τους «Αισθηματίες» του Τριανταφυλλίδη, κάμποσες μικρού μήκους και το καλοκαίρι έκανα το πρώτο μου σίριαλ, τις «17 κλωστές» του Τσαφούλια. Τώρα ξεκινάω μια ταινία του Ηλία Γιαννακάκη, η οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Στο εξωτερικό θα θέλατε να ξαναδουλέψετε;

Βεβαίως, αν τύχει κάποια δουλειά θα την αναλάμβανα με μεγάλη χαρά. Δεν ξέρω όμως αν θα ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό μόνιμα. Γενικά πιστεύω ότι τα πράγματα που είναι να έρθουν, θα έρθουν. Και αν όχι, σημαίνει ότι δεν τα κυνήγησα και εγώ όσο θα έπρεπε. Υπάρχουν περίοδοι που έχω πολλή δουλειά. Μπορεί να δουλεύω τρεις μήνες χωρίς ούτε μία μέρα διακοπή. Υπάρχουν κι άλλες στιγμές που τα πράγματα είναι πιο κανονικά. Δεν είναι όλη μου η ζωή, η δουλειά μου. Συνήθως κάνω τρεις μήνες διακοπές -πάω ταξίδια. Πέρυσι είχα πάει στη Σρι Λάνκα 20 μέρες.

“17 Κλωστές”, Cosmote TV 2023, φωτό: Δομνίκη Μητροπούλου

Τη μόδα την παρακολουθείτε;

Ναι, πολύ. Από σχεδιαστές, μου αρέσει πολύ ο Balenciaga του ‘50 και του ‘60, ο Yves Saint Laurent, θεωρώ ιδιοφυία τον Galliano, τον McQueen, λατρεύω τον Hussein Chalayan, και ο Gaultier μού αρέσει πολύ. Comme des Garçons, Yamamoto, όλοι αυτοί είναι σπουδαίοι σχεδιαστές.

Η γνώση της μόδας είναι πολύ σημαντική για τη δουλειά σας ή περισσότερο σημαντική είναι η γνώση του θεάτρου και της ιστορίας του κοστουμιού;

Ίσως το δεύτερο κομμάτι που αναφέρετε να είναι πιο σημαντικό. Αλλά δεν είναι κρίμα να μην παρακολουθείς και την εξέλιξη της μόδας; Στο μεταπτυχιακό που έκανα, μας έλεγαν ότι πρέπει να κοιτάμε τη μόδα αφού καταλήξουμε με τη δραματουργία. Δηλαδή το σχέδιο του ρούχου πρώτα θα υπηρετεί δραματουργικά το έργο και μετά έρχονται τα φινιρίσματα. Για παράδειγμα η Μήδεια θα πρέπει να φοράει κάτι σκοτεινό. Πρώτα πρέπει να κοιτάξω τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και μετά να δω μόδα για να σκεφτώ πώς μπορώ να το χτίσω αυτό. Δεν θα κοιτάξω πρώτα τη μόδα για να με οδηγήσει σε τι κοστούμι θα κάνω, γιατί τότε θα είναι περιγραφικό και δεν θα έχει δραματουργία. Επίσης πρέπει να προσέξω έτσι ώστε τα ρούχα να μη «σκεπάζουν» την παράσταση.

Στην Επίδαυρο έχετε κάνει παραστάσεις;

Ναι, έχω κάνει την «Αλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αρη Μπινιάρη και την «Ορέστεια» των Βουλγαράκη, Μελεμέ και Μαυραγάνη.

Μπορείτε να ξεχωρίσετε τις παραστάσεις που άλλαξαν το βήμα σας, σας πήγαν κάπου αλλού;

Η «Οδύσσεια» του Μπομπ Γουίλσον ήταν κάτι σαν μεταπτυχιακό για μένα. Επίσης σίγουρα ξεχωρίζω τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», που ήταν η πρώτη μου μεγάλη δουλειά στη Στέγη. Μετά έρχεται «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» της Ευαγγελάτου, που ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει. Και μια πολύ δύσκολη δουλειά αλλά που την ευχαριστήθηκα και ένιωσα πολύ περήφανη ήταν ο «Εξηνταβελόνης» της Μελεμέ στο Εθνικό. Τώρα στις «17 κλωστές» του Τσαφούλια, η δυσκολία ήταν στον απίστευτα μεγάλο όγκο δουλειάς.

Παρατηρείτε τους ανθρώπους στον δρόμο, το ντύσιμό τους;

Ναι, γιατί τα ρούχα που φοράει ένας άνθρωπος σου λένε πολλά γι’ αυτόν. Ειδικά στις εκδηλώσεις παρατηρώ τους ανθρώπους και καταλαβαίνω πολλά πράγματα από το ντύσιμό τους.

Τα κοστούμια του θεάτρου σε σχέση με αυτά του κινηματογράφου έχουν πολλές διαφορές;

Ναι, έχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Έχουν το πλεονέκτημα ότι και λίγο μαντάρα να είναι στο εσωτερικό τους, αν εξωτερικά φαίνονται καλά, τότε είναι μια χαρά γιατί οι σκηνές στον κινηματογράφο κρατάνε λίγο. Στο θέατρο δεν συγχωρείται τίποτα. Πρέπει το κοστούμι να είναι γερό, γιατί διαφορετικά μπορεί να σε προδώσει πάνω στη σκηνή. Από την άλλη, στο σινεμά δεν κρύβεται η φτήνια, το ψεύτικο κόσμημα θα κάνει «μπαμ».

Είδατε την ταινία του Λάνθιμου;

Ναι, και δεν έχω λόγια. Τα κοστούμια μου άρεσαν, αλλά ήταν τόσο δυνατό το σενάριο, που δεν μου τραβούσαν την προσοχή.

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Kristina Bratuska

SHARE THE STORY