Μαρίνα Σπανού: Ένα κανονικό κορίτσι κερδίζει το TikTok με τα τραγούδια της

Η Μαρίνα είναι κούκλα, αηδόνι, ευαίσθητη, πανέξυπνη και αληθινή. Η Μαρίνα είναι ένα κανονικό κορίτσι. Η Μαρίνα δεν είναι ένα κανονικό κορίτσι – γιατί είναι τόσα τα χαρίσματά της που την καθιστούν εξαίρετη. Όμως μιλά και υπάρχει σαν κανονικά παρά το ότι η φήμη της τρέχει με γεωμετρική ταχύτητα.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΙΑΚΟΣ ΜΑΚΙΓΙΑΖ-ΧΤΕΝΙΣΜΑ: ΞΕΝΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΒΙΝΤΕΟ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΟΥΤΣΕΤΗΣ ΡΟΥΧΑ SOPHIE DELOUDI

Είναι μια μουσικός με θεατράλε διάθεση, είναι μια περφόρμερ με μουσική διάθεση. Σα να πατά νότες απαλά η ψυχή της τη μια στιγμή και σαν σε κρεσέντο να αφήνεται την άλλη. Για μένα, η Μαρίνα είναι μια «ποιήτρια» της ζωής. Θα μου πεις «ήδη;» και «τόσο μικρή;». Ναι, γίνεται. Υπάρχουν άνθρωποι που στα μικρά τους έχουν του μεγάλου την ωριμότητα και στα μεγάλα τους, διατηρούν μια όμορφη παιδικότητα.

Είμαι σίγουρη πως κάπως έτσι θα είναι πάντα. Με τις εκπλήξεις που θέλει να προσκαλεί και δεν θα αρνηθεί. Με την ίδια αθωότητα της αγνότητας που τη χαρακτηρίζει και την επιφυλακτικότητα που την προστατεύει από τις ματαιοδοξίες του δρόμου που επέλεξε.

Ποια είσαι Μαρίνα Σπανού;

Είμαι 21 χρόνων στα 22, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι, όπου μένω για κάνα δίμηνο ακόμη με τους γονείς μου, μέχρι να μετακομίσω. Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, οπότε είμαι και ηθοποιός, ενώ τραγουδάω απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.

Σε τι στιγμή όσον αφορά τα επαγγελματικά σου σε βρίσκω τώρα;

Τώρα είμαι στην ανοιξιάτικη περιοδεία, την πρώτη μεγάλη περιοδεία που κάνουμε με την μπάντα μου -πάμε σε πόλεις όπου δεν έχουμε ξαναπαίξει. Επίσης μόλις κυκλοφόρησε ο τρίτος μου δίσκος, που λέγεται «Μια κασέτα για τον δρόμο».

Θα ξεκινήσουμε από τα σχολικά χρόνια για τα οποία έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν; Χρόνια που δεν ήταν πάντα εύκολα για σένα, λόγω μπούλινγκ, φαινόμενο που στις μέρες μας έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Γενικά, πώς το έζησες το σχολείο;

Πήγαινα σε δημόσια σχολεία στο Χαλάνδρι, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Έχω να πω ότι όλα ήταν εξαιρετικά, με πολύ καλούς καθηγητές. Στο Λύκειο δεν χρειάστηκε καν να πάω φροντιστήριο, για να ετοιμαστώ για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το επισημαίνω γιατί αυτό σημαίνει πολύ καλή κατάρτιση και φροντίδα από τους καθηγητές. Παρόλο που δεν με ενδιέφερε κάποιο πανεπιστήμιο, γιατί ήξερα ότι ήθελα να πάω σε δραματική σχολή, ήθελα να δώσω εξετάσεις για να μπω σε μια σχολή και να έχω ένα plan B.

Επίσης με ενδιέφεραν πάρα πολύ τα μαθήματα που έκανα στο σχολείο -τόσο, που άλλαξα κατεύθυνση στη Β’ Λυκείου και από θετική πήγα θεωρητική, πάντα με την καθοδήγηση και τη συμβουλή των καθηγητών μου. Το Λύκειο για μένα ήταν μια περίοδος αναστοχασμού. Γενικά τότε τα παιδιά αρχίζουν και σκέφτονται τι θα κάνουν στη ζωή τους, πώς φαντάζονται τον εαυτό τους σε 10 χρόνια πχ. Εγώ ήξερα ήδη ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο όπως είπα. Τη μουσική δεν την είχα στο μυαλό μου, αν και έπαιζα πιάνο. Όλα αυτά στο Λύκειο. Γιατί από το Γυμνάσιο και πίσω θα πω ότι έζησα χρόνια… ιδιαίτερα.

Παρόλο που το σχολείο μού έμαθε πολλά πράγματα, η σύνδεσή μου με τους ανθρώπους ήταν προβληματική. Όσο πιο πίσω κοιτάζω τόσο πιο δύσκολα ήταν. Στα μέσα της Εκτης Δημοτικού άλλαξα σχολείο, γιατί, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, υπήρχε μια υποτιμητική ατμόσφαιρα απέναντί μου. Ενοχλούσε άλλον το ότι ασχολιόμουν με το θέατρο και τη μουσική. Όποτε έπαιρνα μέρος σε σχολικές γιορτές, άκουγα διάφορα, όπως, «αφού ο μπαμπάς της είναι ηθοποιός, φυσικά και θα παίξει η Μαρίνα».

Έχω πολύ σκληρές εικόνες, που τώρα πια δεν θέλω να τις μοιραστώ, γιατί μεγαλώνοντας οι σχέσεις με εκείνα τα παιδιά έχουν αλλάξει. Μπορεί να πούμε και μια καλημέρα, δεν υπάρχει πλέον κάποιο πρόβλημα.

Μπράβο σου πάντως, γιατί δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι σκέφτονται έτσι.

Μα συνειδητοποίησα ότι δεν φταίνε τα παιδιά. Κάτι άλλο υπήρχε, από το σπίτι, την οικογένειά τους, αυτή είναι η εξήγησή μου. Στο μυαλό μου βέβαια έχω ακόμα κάποιες άσχημες εικόνες, όπως το να βρίσκομαι στο προαύλιο και να με έχουν βάλει στη μέση παιδιά που να μου λένε, «φύγε, δεν ανήκεις εδώ, είσαι ατάλαντη, είσαι πάρα πολύ άσχημη, είσαι χοντρή» -δηλαδή κανονική επίθεση.

Εν τω μεταξύ εγώ ήμουν και ένα έντονο παιδί, και ακόμα είμαι, και τα συναισθήματά μου θέλω να τα εκφράζω. Έτσι μου έμαθαν η μαμά και ο μπαμπάς μου, να καθόμαστε να λύνουμε τα προβλήματά μας και να μην τα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Οπότε, βρισκόμουν σε πολύ πιεσμένη θέση.

Η πίκρα του «παιδιού Μαρίνα» κρατάει και το ακολουθεί σε όλα τα σχολικά του χρόνια;

Ναι, αυτό το παιδί πάντα νιώθει ένα αταίριαστο κομμάτι. Όσο μεγαλώνει, αρχίζουν και αλλάζουν τα θέματα στα οποία νιώθει μειονεκτικά, αλλά πάντα υπάρχει αυτή η πίκρα. Το παιδί αυτό δημιουργεί μια ενστικτώδη αυτοάμυνα ενώ συνεχίζει να κουβαλάει αυτά που το πείραξαν. Εγώ, και σήμερα, κοινωνικά έχω τους πυρήνες μου, αλλά έστω για λίγο αν δεν αισθανθώ ασφάλεια, επανέρχεται το συναίσθημα του παιδιού που νιώθει την αδικία. Είμαι στη διαδικασία που μαθαίνω να το κοντρολάρω, με συζήτηση και ψυχοθεραπεία, και πλέον μπορώ να με καθησυχάζω.

Υπάρχει περίπτωση, η έκθεση στη σκηνή -ειδικά τη μουσική, που η ανταπόκριση του κοινού είναι άμεση- να είναι κάτι που αποζητούσες και τελικά να σου έχει κάνει πολύ καλό;

Εννοείται. Πιστεύω μάλιστα ότι ο προορισμός μου δεν θα ήταν αυτός, αν δεν το είχα τόσο ανάγκη. Εγινα performer για να κρατάω συντροφιά στα παιδιά που νιώθουν έτσι όπως ένιωθα εγώ. Θα ήθελα και εγώ πολύ να έρθει κάποιος τότε και να μου πει, «πίστεψε στον ρομαντισμό σου, είναι εντάξει να το κάνεις. Κοίταξε τον ουρανό, είναι πανέμορφος απόψε». Όπως, δηλαδή, το τραγουδάω σήμερα…

Εγινες γνωστή από τις μουσικές στη Διονυσίου Αεροπαγίτου επί κόβιντ. Πώς ξεκίνησες τη μουσική στον δρόμο;

Ήταν κάτι πολύ παρορμητικό. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Βρισκόμαστε στην καραντίνα του 2020 και εγώ ετοιμάζομαι για πανελλήνιες. Έχω φρικάρει με τον εγκλεισμό και περνάω τη φάση που ερωτεύομαι για πρώτη φορά. Όταν ερωτεύεσαι, θέλεις να μάθεις τι μουσική ακούει ο άλλος για να τον καταλάβεις -τουλάχιστον σε μένα αυτό συμβαίνει. Έτσι αρχίζω και μαθαίνω ελληνική μουσική. Γνώριζα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, είχα αυτά τα ακούσματα στο σπίτι, αλλά άρχισε να μπαίνει στο δωμάτιό μου η σύγχρονη ελληνική μουσική. Αυτό με έκανε δημιουργική. Ήθελα να γράψω μουσική, να ανεβάσω βίντεο και έτσι μπήκα στο TikTok, που άρχισε να ευδοκιμεί εκείνη την περίοδο.

Ένα βίντεό μου έγινε viral και είδα μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο. Αυτό με γέννησε την επιθυμία για φυσική επαφή με αυτόν τον κόσμο. Περπατώντας μια μέρα στην Αρεοπαγίτου, ακούω έναν μουσικό να παίζει στο πιάνο το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», που είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Έτσι όπως στέκομαι και ακούω τη μουσική, βλέπω μπροστά μου την Ακρόπολη και τον κόσμο και όλη αυτή την ενέργεια που έχει δημιουργηθεί, λέω, «αυτό είναι». Θα πάρω την κιθάρα μου και θα έρθω εδώ.

Την άλλη μέρα το πρωί, το είπα στους γονείς μου, οι οποίοι, αρχικά, φοβήθηκαν κάπως. Όταν όμως μιλήσαμε περισσότερο και τους εξήγησα, ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Βρήκαμε λοιπόν τον εξοπλισμό που χρειαζόμουν – έτρεχε νύχτα ο πατέρας μου ο καημένος για να προλάβει μαγαζιά – και έτσι βγήκα στον δρόμο να τραγουδήσω.

Ποια ήταν η πρώτη σου αίσθηση από αυτό;

Ήταν μια πολύ αστεία εικόνα. Βρήκα το σημείο με το οποίο ήμουν πολύ καψουρεμένη για να κάνω εκεί το live μου, αφήνω κάτω την κιθάρα μου για να βγάλω τον εξοπλισμό – 17 χρόνων αλλά με πάρα πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση-, και ξαφνικά, έρχεται ένας μουσικός και μου λέει, «τι κάνεις εδώ, κοπελιά; Δεν έχεις δει ότι αυτό είναι το σποτάκι μου; Η πιάτσα αυτή είναι δική μου και για κανέναν άλλον».

Του λέω «εντάξει», μαζεύω τα πράγματά μου και πάω λίγο παρακάτω. Και ευτυχώς μάλιστα, γιατί το σημείο που βρήκα ήταν ιδανικό και με φιλοξένησε για τον επόμενο ένα χρόνο. Στήνω, λοιπόν, τον εξοπλισμό μου, χωρίς να έχω ξανακάνει ποτέ live στο παρελθόν, και ξεκινάω να τραγουδάω. Είδα τότε τον κόσμο να μου χαμογελάει περνώντας, κάποιοι κοντοστέκονταν, άλλοι κάθονταν να με ακούσουν, και αυτό ήταν σαν ένα boost σεροτονίνης για μένα.

Με γέμιζε πάρα πολύ αυτό που μπορούσε να κάνει η μουσική, έστω και για λίγο. Αυτό το βλέμμα του κόσμου το θεωρώ πολύ σημαντικό, δίαυλο ψυχής. Τη στιγμή μάλιστα που σήμερα δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να κοιτάξουμε στα μάτια ακόμα και τους δικούς μας ανθρώπους.

Πόσες φορές το έκανες αυτό;

Αυτό το έκανα εννέα φορές μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, αφού το ανακοίνωνα πρώτα, σαν ένα event. Την τελευταία φορά, πρέπει να με παρακολούθησαν περίπου 600 άτομα να τραγουδάω γύρω στις τεσσερισήμισι ώρες -δεν καταλάβαινα τίποτα, είχα άπειρη αντοχή. Υπήρχαν μάλιστα άνθρωποι που έρχονταν πάντα να με ακούσουν και έρχονται ακόμη στα live μου. Αυτό ήταν μεγάλο στοίχημα για μένα, γιατί όταν μπαίνει το εισιτήριο, αλλάζουν τα πράγματα.

Ξεκίνησες με κατεύθυνση τις θεατρικές σπουδές, φαντάζομαι και λόγω των γονιών σου, που είναι καλλιτέχνες (σ.σ. η μουσικοδιδάσκαλος του Εθνικού Θεάτρου, Μελίνα Παιονίδου, από τις πιο αγαπημένες δασκάλες όλων των ηθοποιών και ο ηθοποιός Χρήστος Σπανός, ένας άνθρωπος αξιαγάπητος επίσης). Πότε έγινε η στροφή στη μουσική;

Μετά το πρώτο καλοκαίρι που έκανα τα live στην Αρεοπαγίτου, τον Σεπτέμβριο έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Πέρασα, έρχεται όμως η δεύτερη καραντίνα, κλεινόμαστε πάλι μέσα, και την άνοιξη ξεκινάω πάλι έναν κύκλο στην Αρεοπαγίτου, επειδή δεν πηγαίναμε στη σχολή. Έρχεται λοιπόν το καλοκαίρι του 2021, που εγώ έχω μπει στο στούντιο και έχω ηχογραφήσει τα τραγούδια του πρώτου δίσκου μου, που ήταν για τις περιοχές της Αθήνας, και σκέφτηκα πια να τα κυκλοφορήσω.

Γράφεις μουσική; Έχεις κάνει σπουδές;

Γράφω μουσική και στίχους. Εκανα πολλά χρόνια πιάνο και έχω και καλό ένστικτο. Και στην κιθάρα αυτοδίδακτη είμαι. Ο,τι έχω μάθει, το έχω μάθει παρακολουθώντας πολλές ώρες σχετικά βίντεο. Ακόμα μαθαίνω. Θέλω όμως να ξεκινήσω και κανονικά μαθήματα σε Ωδείο.

Τι έγινε μετά τον πρώτο δίσκο;

Ο δίσκος αυτός είχε πολύ μεγάλη απήχηση και τότε ήρθε και η πρώτη πρόταση για κανονικό live. Τότε άρχισε να στρίβει το μυαλό μου ξεκάθαρα προς τη μουσική. Μια νεοσύστατη εταιρεία μού είπε να κάνω σε σκηνή αυτό που έκανα στην Αρεοπαγίτου. Έφτιαξα λοιπόν ένα πρόγραμμα, πήρα το πιάνο και την κιθάρα μου και πήγα. Στην προπώληση, μέσα σε δύο μέρες έγινε sold out και εγώ έπαθα πανικό. Στη δεύτερη προπώληση έγινε το ίδιο κι εγώ δεν πίστευα αυτό που συνέβαινε. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Πώς είναι αυτή η στιγμή;

Για μένα το νόμισμα είχε δύο όψεις. Από τη μία, ήταν αυτό το παιδί που συζητούσαμε πριν και λέει «επιτέλους, ήρθε η στιγμή να καταφέρω όλα αυτά που ονειρεύομαι» και από την άλλη, ήταν ένας φόβος για το πώς θα διαχειριστώ αυτό το μέγεθος, την ευθύνη που συνεπάγεται και όλα αυτά. Αυτή η δεύτερη όψη, όμως, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται όλο και λιγότερο αγχωτική και μαθαίνω να το απολαμβάνω πιο πολύ.

Και μετά, πώς κυλάει η συνέχεια;

Το ένα live φέρνει το άλλο, πηγαίνω, εκτός από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, γράφω κομμάτια, βγάζω κομμάτια με βιντεοκλίπ, συνεχίζω να βγαίνω μόνη μου στη σκηνή και κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι ήθελα κάποια υποστήριξη. Έτσι έφτιαξα την μπάντα μου, που αποτελείται από εξαιρετικά παιδιά και έμπειρους μουσικούς, με τους οποίους έχουμε ταιριάξει φοβερά.

Τους γνώρισα σε ένα ταξίδι μου στην Κύπρο, από όπου είναι η μητέρα μου, και είμαστε μαζί από τότε. Είναι ο Κωστής Βήχος στο μπάσο, ο Αλέκος Βουλγαράκης στην κιθάρα, ο Αποστόλης Μπουρνιάς παίζει κρουστά και ο Γιώργος Κουρέλης, πλήκτρα. Εχουμε και τον ηχολήπτη μας, τον Ηλία Καρούμπαλη, και είμαστε μια πολύ δυνατή ομάδα -είναι η προστασία μου.

Προς τα πού κλίνεις; Τι σου λέει η μουσική και τι σου λέει το θέατρο;

Κατ’ αρχάς, μου «μιλάνε» και τα δύο και δεν θεωρώ πως είναι εντελώς ξεχωριστοί δρόμοι. Ιδανικά θα ήθελα τα live μου να φτάσουν σε ένα σημείο που θα είναι σαν μια θεατρική παράσταση. Επειδή γράφω και κείμενα, με τον πατέρα μου επιμελούμαστε τη σκηνική μου παρουσία, τα φώτα, τα concept και διάφορα άλλα, οπότε «προπονούμαι» για κάτι που δεν μπορώ να ορίσω ακόμη. Έχω πολύ μεγάλες βλέψεις γι’ αυτό το πράγμα, χωρίς να θέλω να ακουστώ υπερφίαλη. Αυτή τη διαδρομή οραματίζομαι όμως.

Κάνεις ήδη παραγωγή μόνη σου. Πώς μπορείς να λειτουργείς ανεξάρτητα σε αυτό το κομμάτι σήμερα, χωρίς την υποστήριξη μιας δισκογραφικής εταιρείας;

Η ανεξαρτησία έχει και ένα στρώμα από κάτω, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να υφίσταται για τον καλλιτέχνη. Αυτό το στρώμα ονομάζεται συνεργάτες. Έχω μια εταιρεία που συνεργαζόμαστε και μου κάνει τα live καταπληκτικά, έχω τον άνθρωπό μου στο στούντιό μου, με τον οποίο επίσης συνεργαζόμαστε υπέροχα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο μπαμπάς μου επιμελείται σκηνοθετικά τα live και κάπως μανατζάρει όλη την υπόθεση.

Άρα έχω ανθρώπους που αγαπώ πολύ και εμπιστεύομαι, με τους οποίους συνεργάζομαι. Όσον αφορά το θέμα της δισκογραφικής, μέχρι στιγμής εγώ μπορώ να κάνω τη δική μου διανομή στις πλατφόρμες, με τη δική μου χρηματοδότηση. Δεν ξέρω πού θα πάει αυτό, θα δούμε.

Τι σε αγχώνει στον δρόμο που έχεις επιλέξει;

Η έκθεση φέρνει και ανασφάλεια. Εγώ έχω πάντα στο μυαλό μου ότι σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι. Δεν λειτουργώ με τη σκέψη ότι θα γεμίζω όλα τα μέρη που δίνω παραστάσεις αιώνια. Ξεκινάω πάντα από το μηδέν, αυτό μου δίνει την ενέργεια να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό αλλά ταυτόχρονα με αγχώνε

Ο τρόπος που αντιμετωπίζεις την εικόνα σου έχει αλλάξει πλέον;

Μπορώ να πω ότι έχω χαλαρώσει τώρα, γιατί στην αρχή ήμουν πολύ τσιτωμένη. Πήγαινα σε συνεντεύξεις ή σε φωτογραφίσεις και ήμουν πολύ στρεσαρισμένη, ενώ τώρα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η εικόνα μου είναι πολύ σημαντική για μένα γενικά, γιατί έχω και το χαρακτηριστικό της τελειομανίας, αλλά μαθαίνω να το δουλεύω. Προσπαθώ να βάζω στο μυαλό μου την ερώτηση, «και τι έγινε;», κάτι που δεν το έχω ως χαρακτήρας.

Είσαι άνθρωπος που ρισκάρει να εκτεθεί ή σε ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι για σένα;

Θα πω ότι είμαι λίγο και από τα δύο, γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου άκουγα μπράβο συνέχεια, για όλα. Οταν έβγαινα έξω, επειδή ήμουν δυναμική μεγαλώνοντας, όταν έκανα λάθος, έμπαινα κατευθείαν στο στόχαστρο. Οπότε όλο αυτό ήταν κάπως μπερδευτικό. Εχω περάσει φάσεις, πχ., που δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου η σκέψη τού να χάσω κιλά. «Χάσε κιλά, φτιάξε το σώμα σου», μια φοβερή εμμονή, για να ταιριάζω με τα κορίτσια που έχουν λιγότερα κιλά από μένα. Κάποια στιγμή, όμως, είπα, «και τι έγινε;»

Πιστεύεις ότι αν οι γονείς μου ήταν λίγο πιο σκληροί μαζί σου θα ήταν καλύτερα;

Δεν ξέρω πώς θα ήταν, γιατί δεν έχω γνωρίσει κάτι άλλο. Τις προάλλες όμως συζητούσα με έναν φίλο μου που είναι ψυχολόγος και μου έλεγε ότι οι άνθρωποι σε καιρό πολέμου δεν βιώνουν ποτέ καταστάσεις πανικού και άγχους -και αυτό γιατί δεν έχουν επιλογές. Εμείς σήμερα, που έχουμε τόσες επιλογές, έχει αυξηθεί πάρα πολύ το άγχος μας.

Οι γονείς σου είναι πολύ διαφορετικοί ως χαρακτήρες μεταξύ τους;

Ναι, είναι. Το κοινό τους σημείο είναι ότι με μεγάλωσαν και οι δύο με πολλή αγάπη. Ο μπαμπάς μου είναι οξύθυμος, έντονος, ενώ η μαμά αντιμετωπίζει τα πράγματα πιο ήπια, δεν αφήνεται στην παρόρμηση. Σε μια κατάσταση ας πούμε, ο μπαμπάς θα φωνάξει ενώ η μαμά θα φύγει. Με τον μπαμπά μου θα τύχει συχνά να τσακωθούμε αλλά παράλληλα υπάρχει μεγάλη λατρεία.

Είσαι ερωτευμένη;

Είμαι -μόνιμα, νομίζω. Είναι κάτι που το αναζητώ πολύ στη ζωή μου.

SHARE THE STORY