Πού πάνε τα γενέθλια όταν οι άνθρωποι «φύγουν»;

Στα πέμπτα γενέθλια του πατέρα μου χωρίς εκείνον παρόντα, ψάχνω να βρω πειστικές απαντήσεις

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Είμαι αριθμομνήμων. Θυμάμαι πάντα τηλέφωνα και ημερομηνίες που έχουν σημασία για μένα. Είναι ένα χαρακτηριστικό που το κληρονόμησα από τον μπαμπά μου. Οι πρώτες ημερομηνίες που θυμάμαι… να θυμάμαι ήταν τα γενέθλια των γονιών μου. Είναι αριθμοί τόσο σφραγισμένοι επάνω μου και μέσα μου που λειτουργούν με βασικό τρόπο στην καθημερινότητα μου ώστε για να θυμάμαι ο,τιδήποτε καινούριο σε αριθμό, κάνω αναγωγή σ’ αυτές τις ημερομηνίες. Έχουν γράψει επάνω μου με τέτοια δύναμη και τόσο οριστικά όπως το DNA μου.

27/3/1947. Η ημερομηνία γέννησης του μπαμπά μου. Δεν ξέρω αν η ημερομηνία που γεννιόμαστε μάς δίνει τη δυναμική της ή αν εμείς φορτίζουμε με δύναμη τους αριθμούς της ύπαρξής μας. Πάντως ο πατέρας μου γεννήθηκε σαν σήμερα και πάντα έβλεπα μια δύναμη σ’ αυτήν την ημερομηνία. Έναν δυνατό άνεμο να μας συνεπαίρνει καθώς ξημέρωνε αυτή η μέρα.

Ο πατέρας μου δεν αγαπούσε τα γενέθλια. Δεν το είχε με τις συμβάσεις στις γιορτές. Αυτό ήταν ξεκάθαρο. “Θέλω να περνάω αυτή την ημέρα σαν μία οποιαδήποτε. Δεν μπορώ την καταναγκαστική χαρά αυτής της γιορτής. Εγώ ήρεμα θέλω να περνούν τα χρόνια μέχρι που θα φύγω σαν ένα φύλλο που πέφτει στη ρίζα του δένδρου που το κρατούσε”, μας έλεγε.

Έτσι «έφυγε» αν και ο τρόπος της φυγής του δεν έμοιαζε με την προσωπικότητα που μας σφράγισε όλους όσοι ήμασταν κοντά του… Ήταν ένας επαναστάτης της ζωής σε παρατεταμένη εφηβεία. Ένας αιθεροβάμων πραγματιστής που ζούσε όπως έγραφε: ποιητικά.

Αν τα πράγματα όμως είχαν μία κανονικότητα σήμερα -ανάλογα με το πώς θα ήταν οι σχέσεις μας- θα υπήρχαν τρεις περιπτώσεις:

  1. Δεν θα τον έπαιρνα καθόλου τηλέφωνο γιατί θα ήμασταν μαλωμένοι δια ασήμαντον αφορμή που πάντα ξεκινούσε όμως από μεγάλους καβγάδες. Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν φωτιά. Εσύ επέλεγες αν ήθελες να τη σβήσεις ή να τη φουντώσεις. Η μη επικοινωνία μου -κομμάτι της παρατεταμένης εφηβείας μου- θα ήταν λοιπόν μια κάποια προσβολή για εκείνον γιατί ήξερε την κληρονομημένη ικανότητά μου να θυμάμαι σημαντικούς για μένα αριθμούς.
  2. Θα τον έπαιρνα τηλέφωνο για ευχές γιατί η σχέση μας θα είχε ξεπεράσει την πρώτη ψύχρα και θα μοιραζόμασταν έναν διάλογο αρχικά τυπικό αλλά μετά γεμάτο ουσία, νοιάξιμο και τρυφερότητα και θα συνεχίζαμε να μιλάμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
  3. Θα κανονίζαμε με τον γιο μου και τον σύζυγό μου να του κάνουμε μία έκπληξη με σύμμαχο τη μαμά μου μαζί με ένα δώρο που να ταιριάζει στο νεανικό μυαλό του και όχι στην ηλικία του. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο μπαμπάς μου θα έλεγε με ύφος “τράβα με και ας κλαίω”, “αφού ξέρετε ότι τα γενέθλια δε μ’ αρέσουν”. Χρόνια μού το έλεγε αυτό αλλά όταν ερχόταν η στιγμή για την έκπληξη, πάντα γελούσαν και τα μούσια και τα μουστάκια του.
Ήταν ένας επαναστάτης της ζωής σε παρατεταμένη εφηβεία. Ένας αιθεροβάμων πραγματιστής που ζούσε όπως έγραφε: ποιητικά.

Στο σπίτι θα ήμασταν όλοι χαρούμενοι, θα σβήναμε κεράκια και ο μπαμπάς μου θα χανόταν για λίγο μέσα στις δημιουργικές, φιλοσοφικές, πολιτικές σκέψεις του καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, φορώντας τα γυαλιά πρεσβυωπίας ενώ δεν τα χρειάζεται. Η χαοτική και αδιάφορη για τα γήινα, φύση του καλλιτέχνη…

“Μπαμπά, πάλι θολό βλέμμα έχεις. Τί σκέφτεσαι;” Και εκείνος θα μου έλεγε με μάτια που από θολά θα άστραφταν για το νέο ποιήμα του που ήθελε να μας διαβάσει, ένα βιβλίο που ετοιμάζει, μία ιδέα που του γλυκαίνει και του χαϊδεύει την ψυχή. Και εγώ θα τα άκουγα όλα αυτά, με μία βαριεστημένη υπομονή, όχι γιατί δεν με ενδιέφεραν… Αντίθετα!

Μέσα μου πάντα τον θαύμαζα. Για τα βιβλία, για τα βραβεία, για τις κριτικές, για την ηθική του, την ελευθερία της ψυχής του, την παρουσία του και τη φωνή του που γέμιζαν το χώρο. Πάντα ήξερα ότι ήταν ένας από τους καλύτερους λογοτέχνες της γενιάς του. Θα τον άκουγα όμως με βαριεστημένη υπομονή, γιατί, να, εγώ ήθελα να μιλήσουμε σαν πατέρας με κόρη, να πούμε τα γήινα, τα καθημερινά, να μη χάσουμε άλλο χρόνο από αυτόν που ήδη είχαμε χάσει με τις παρεξηγήσεις μας.

Όμως πέντε χρόνια τώρα, όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν… Είναι που ο μπαμπάς μου δεν είναι εδώ. Αν ήταν θα μιλούσαμε στο Skype, στο τηλέφωνο, με σήματα καπνού- δεν έχει σημασία πώς…

Σήμερα είναι τα 5α γενέθλια χωρίς εκείνον (και ας μην τ’ αγαπούσε). Τα 5α άδεια γενέθλια.

Αλήθεια, πού πάνε τα γενέθλια όταν οι δικοί μας άνθρωποι «φεύγουν»; Νομίζω ότι γίνονται αγκαλιά που μας τυλίγει αλλά και υπενθύμιση του πόνου της απουσίας. Γίνονται η απόδειξη ότι υπάρχουμε γιατί γεννήθηκαν εκείνοι.  Γίνονται κύκλος που, για τα δικά μας συναισθήματα, κλείνει χωρίς λογική . Γίνονται γιορτή χωρίς αποδέκτη. Εκκρεμότητα. Μνήμες μοναχικές. Ευχές χωρίς χειροπιαστό αντίκρισμα. Χωρίς χαμόγελα, αγκαλιές, χαρές, φιλιά, μουσικές, ενοχές…

Αλήθεια, πού πάνε τα γενέθλια όταν οι δικοί μας άνθρωποι «φεύγουν»; Νομίζω ότι γίνονται αγκαλιά που μας τυλίγει αλλά και υπενθύμιση του πόνου της απουσίας.

Ίσως όμως, αν πιστεύουμε ότι οι δικοί μας άνθρωποι που φεύγουν μας παρακολουθούν, (τί παρηγοριά να αποδεικνυόταν κάτι τέτοιο!), έχει αξία να του κάνω ένα “δώρο” σήμερα:

Την “άυλη κληρονομιά” που μου άφησε στον χαρακτήρα μου…

Μπαμπά, μου παραδέχομαι πια δυνατά και βροντερά ότι σου μοιάζω και σ’ ευχαριστώ που μου ‘μαθες:

  • Με ένα καζαντζακικό τρόπο να μη φοβάμαι το φόβο. Να τον κοιτάω στα μάτια και να φεύγει. Έτσι έκανες και εσύ.
  • Να είμαι ανοιχτή στους ανθρώπους. Να τους αγαπώ πριν τους γνωρίσω. Να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου (ή και αυτούς). Και αν με προδώσει(ουν)… Δεν πειράζει. Μάθημα που σε σμιλεύει.
  • Να μη δίνω σημασία στο τί λέει ποιος, αλλά ποιος λέει τι (και ανάλογα να αξιολογώ).
  • Να είμαι ευγενής.
  • Να επιλέγω να κάνω πάντα αυτό που αγαπώ και να το κάνω με πάθος.
  • Να είμαι μπροστάρισσα για τους ευάλωτους και να γοητεύομαι από τους διαφορετικούς.
  • Να γελάω δυνατά.
  • Να έχω τον συνδυασμό του νησιώτικου σκώμματος της Λέσβου με μία δόση βρετανικού φλέγματος για πράγματα και καταστάσεις που δεν μπορούν να ιδωθούν διαφορετικά.
  • Να μιλάω καθαρά.
  • Να έχω λογική και ευαισθησία.
  • Να συγχωρώ.
  • … Και ένα “Δεν θα βγει η ψυχή” (με μυτιληνιά διάλεκτο) κάθε φορά που τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά…

Δεν μπορώ να σου ευχηθώ. Ούτε να σε πάρω αγκαλιά. Ούτε καν να μαλώσω μαζί σου. Ας είναι…

Οτι σ’ αγαπώ το ξέρεις. Ότι μου λείπεις, ίσως δεν το ξέρεις, ίσως ούτε εγώ επειδή σε “φοράω” σα ρούχο που μου απαλύνει την ψυχή.

Θα (σε) κοιτάξω ψηλά και θα σου πω: Να (μας) προσέχεις… Ναι;

Ο μπαμπάς μου, ο Φαίδων, θα γινόταν σήμερα 77 ετών.

SHARE THE STORY